Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Από την Πτώση στην Εξέγερση

Η πτώση. Όταν οι Άγγελοι έγιναν Δαίμονες 

     Στο κάτω χείλος της ένιωθε τη θερμή ροή υγρού. Το ίδιο της το αίμα. Μόνο που το χέρι της αρνούνταν να υπακούσει στη θέληση του εγκεφάλου να κινηθεί προς το χείλος. Ούτε τον πόνο του ξυρισμένου ηβαίου της μπορούσε να απαλύνει αδυνατώντας να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κίνηση ανακούφισης. 

 Ένιωθε τον πόνο να διαπερνά το κορμί της. Σαν ένας οδοστρωτήρας που περνάει από τα κορμιά και τα ισοπεδώνει ή ακόμη χειρότερα ένας άθλιος δαίμονας που ενώ είναι γελοίος είναι ταυτόχρονα και κτηνώδης.


  Μία βαθιά ταπείνωση, μία αίσθηση πτώσης, σκέπαζε τη σκέψη της, το είναι της. Που είναι; Τι συνέβη; 

  Με βλέμμα θολό και με χαμένη την αίσθηση του τόπου και του χρόνου έκανε προσπάθεια να γείρει το κεφάλι της και ταυτόχρονα να  στρέψει το βλέμμα της στον περιβάλλοντα χώρο. Είχε ήδη νιώσει ότι είναι βουτηγμένη σε ένα παχύ, πορφυρό και πανάκριβο χαλί, κατά τα φαινόμενα περσικό. Το κορμί της ένιωθε από κάτω αυτήν την αίσθηση πολυτέλειας που τον τελευταίο καιρό τόσο πολύ ποθούσε. Γύρισε το βλέμμα της προς τα πίσω εκεί που ένιωθε μία παρουσία που της προκαλούσε ασυναίσθητα τρόμο, αηδία και  λύπη. Ναι ήταν εκεί μία φιγούρα τόσο οικεία και τόσο μισητή πλέον. Ένας άντρας ψηλός, σχεδόν γοητευτικός, με τους αγκώνες χυμένους στα δύο μακρυά του πόδια και τις δύο μεγάλες παλάμες του να στηρίζουν σε στάση απελπισίας το μέτωπό του. Στο γυμνό από τρίχες κεφάλι του καθρεφτίζονταν το απαλό φως του πολυτελούς πορτατίφ. 

  Ήταν αυτός, ο πολύς και τρανός, ο Ανδρέας Παπαγεωργίου. Αυτός ο απελπισμένος μεσήλικας που σου προκαλούσε τούτη την στιγμή μία πελώρια θλίψη, ήταν αυτός που υποτίθεται έλεγχε και ελέγχει μία ολάκερη Επιχείρηση, μεγάλη σαν χώρα. Ή μήπως η επιχείρησή - χώρα του ήταν ο δικός της τόπος, το δικό της σώμα; Απελπισμένος, όπως πάντοτε ήταν. Παιδί, ανήμπορος να αποφασίσει, να  πορευτεί αυτόνομα. Χαμένος στα παιδαριώδη παιχνίδια του μυαλού του, γκατζετάκιας και τζόβενο που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τα όρια που του έθετε η ηλικία του. Αιώνια έφηβος. Αλλά από εκείνους τους αναποφάσιστους έφηβους που είχε ανάγκη την πατρική καθοδήγηση γιατί αυτή πάντα του έλλειπε. Με μία μάνα κυριαρχική, έτοιμη να επιβληθεί σε όλη του την προσωπικότητα, να ελέγξει τη ζωή του, να επιλέξει τους ανθρώπους του, να προκαθορίσει το μέλλον του, να επιβάλλει την κυριαρχία της στο αρσενικό γιατί το δικό της αρσενικό, ο πατέρας του, είχε ισοπεδώσει την γυναικεία προσωπικότητά της, είχε εκμηδενίσει την ερωτική της ταυτότητα, με δύο λόγια την είχε ταπεινώσει. Και αυτή έπαιρνε την εκδίκηση μέσα από τον έλεγχο του γιου του και του γιου της. Ήθελε την εξουσία της Επιχείρησης - Χώρας και αφού αυτή δεν μπορούσε να την έχει είχε βρει στο γιο της τον χαμένο φαλλό της. Γιατί αυτό το καταραμένο  κωλόσογο πάντα χειριζόταν τις γυναίκες σαν αντικείμενα β΄ κατηγορίας και πάντα έδιναν ρόλους στα αρσενικά που τα προστάτευαν σαν πολύτιμη πλατίνα ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά σκουριασμένα φθηνομπιζού. 

  Καθόταν λοιπόν απελπισμένος και παρατημένος στο τεράστιο κρεβάτι του El Greco. Στο ξενοδοχείο σύμβολο της επιχείρησής του, της δικιάς της χώρας, του κορμιού της. Το ξενοδοχείο που με μέσο την πολυτέλειά του, την ακριβή του διακόσμηση έκρυβε τη φθήνια, την κενότητα, την ματαιοδοξία των ελίτ που εκπροσωπούσε ο Ανδρέας Παπαγεωργίου. Γύρισε το βλέμμα του εμπρός προς την τεράστια, μαύρη LCD οθόνη του δωματίου, έτοιμος να τη συνδέσει με τα τελευταία γκάτζετ που είχε προμηθευτεί και είχε πάντα στο φάκελό του. Το ήξερε αυτό το βλέμμα, η Έλλη Ελληνιάδου, το είχε δει πολλές φορές, χωρίς να το συναντά. Το βλέμμα του χαμένου που όταν δεν ξέρει πως να βρει διέξοδο από το προσωπικό του αδιέξοδο στρέφεται στα ηλεκτρονικά παιχνιδάκια του για να ξεφύγει, για να νιώσει ότι κυριαρχεί. Ήταν τα υποκατάστατα του μυαλού του, η ίδια η κενή του σκέψη που ήθελε να την καλύψει με ηλεκτρονικές εικόνες και ψηφιακές διαδικασίες. Ωστόσο δεν το έκανε. Έγειρε και ξάπλωσε, χωρίς να αντιληφθεί τις μικρές και γεμάτες πόνο κινήσεις της Έλλης. 

  Το μυαλό της Έλλης άρχισε να λειτουργεί, να βρίσκει σταδιακά τη συνέχεια του νήματος, να θυμάται τα τελευταία γεγονότα που τσάκισαν το κορμί της και ατίμασαν την ήδη σακατεμένη ψυχοσύνθεσή της. Άρχισε να θυμάται το πως και το γιατί της πτώσης της σε αυτόν τον πανάκριβο τάπητα του δωματίου του El Greco. Πρέπει να ήταν αρκετές ώρες πριν όταν μπήκαν στο δωμάτιο με την κάρτα του. Με το που πέρασε το κατώφλι, αυτός έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, την έπιασε από τον ώμο, την γύρισε με βία προς το μέρος του και της έριξε το πρώτο χαστούκι. Έπιασε το πονεμένο μάγουλό της και έσκυψε ενστικτωδώς προς τα κάτω. Την τράβηξε από τα μαλλιά τραβώντας το πρόσωπο προς τα πάνω και όταν το πρόσωπό της αποκαλύφθηκε της έριξε με δύναμη μία γροθιά βρίσκοντας το αριστερό μέρος των χειλιών της. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κάτω μέρος του προσώπου της και προς τη βάση του λαιμού. Με δυσκολία κρατήθηκε όρθια, ουρλιάζοντας από τον πόνο αλλά ο Ανδρέας Παπαγεωργίου της κατάφερε ένα δεύτερο δυνατό κτύπημα προσγειώνοντας  στο δεξί της μάγουλο το δεύτερο χαστούκι που την έριξε οριστικά κάτω μέσα σε ένα καταρράκτη δακρύων, ξεψυχισμένου αναστεναγμού και αφόρητης οδύνης. 

  Το ήξερε ότι δεν θα τελείωναν εδώ. Κανένας Παπαγεωργίου δεν δέχεται όχι και αρνήσεις πολύ περισσότερο μπροστά σε εκλεκτούς παρευρισκόμενους, τους δικούς του καλεσμένους. Ήρθε η ώρα της τιμωρίας, της ταπείνωσης, του πόνου και της "ιδιωτικής" εκδίκησης. Γιατί τούτος ο Παπαγεωργίου, ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, τίποτα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει στα φανερά και στα ίσα. Όλα τα κάνει εν κρυπτώ και σε συνθήκες ιδιωτικότητας.

  Συνέχισε ανελέητα. Την τράβηξε από τα μαλλιά προς το μέσο του δωματίου για να μειωθούν οι πιθανότητες της απόδρασης των θορύβων από την πόρτα του δωματίου. Της χτύπησε το κεφάλι στο πάτωμα και στάθηκε πάνω από το μπρούμυτα ξαπλωμένο κορμί της. Σε μία στάση κυριαρχίας και αρχής διέγερσης. Γιατί ο Παπαγεωργίου διεγείρεται μόνο σε συνθήκες απόλυτης ανημποριάς του θύματός του. Το γνώριζε αυτό, πολύ καλά, η Έλλη Ελληνιάδου. Έσκυψε και με μία αστραπιαία κίνηση του της διέλυσε την πανάκριβη, εξώπλατη, μαύρη τουαλέτα αφήνοντάς της γυμνή, σωματικά και ψυχικά ταπεινωμένη μέσα στη γύμνια της που έγινε οριστική από το βίαιο ξήλωμα του πανάκριβου στρινγκ της, το οποίο σε προηγούμενες στιγμές έξαψης και αβροφροσύνης της το είχε κάνει δώρο μαζί με την τουαλέτα. Ήταν γυμνή και στο έλεός του. Ήξερε τη συνέχεια. Έκανε μία περήφανη διείσδυση από πίσω της σε μία κατάσταση ξέφρενης διέγερσης. Η Έλλη πνιγμένη σε δάκρυα και σε σχεδόν αθόρυβους αλλά βαθείς λυγμούς ανήμπορη να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη πέραν της ψιθυριστής λέξης του ΟΧΙ, τυλιγμένη σε μία αίσθηση ντροπής, σωματικής και ψυχικής ανημποριάς. 

  Πλήρωνε την αποκοτιά της. Την σχεδόν ανεξάρτητη και περήφανη στάση που επέδειξε στην συνάντηση που προηγήθηκε στο restaurant του El Greco. Μπροστά στην Μαρκέλα Έγκελ, την κατ΄ ευφημισμόν συνεργάτιδα του Ανδρέα Παπαγεωργίου, αλλά ουσιαστικής ιδιοκτήτριας της επιχείρησής του, στον Σόιμ Βόλφ, δεξί χέρι της πρώτης και οικονομικού αναλυτή της, του Βίλφριντ Γκουζέν αντιπρόσωπο της πρώτης στην Κεντρική Ευρώπη και του Φιλανδού  συνεργάτης της στη Βόρεια Ευρώπη του Ίργιο Καντάιν η Έλλη αρνήθηκε αυτό που ήδη ο Παπαγεωργίου τους είχε υποσχεθεί. Θεώρησε υπερβολική την τυπική απόδοση του 50% των οικονομικών ωφελειών που προέκυπταν από την εργασία της στις επιχειρήσεις του Παπαγεωργίου στην Μαρκέλα Έγκελ. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε την πλήρη παραχώρηση των κερδών σ' αυτήν καθώς το υπόλοιπο 50% θα ξεπλήρωνε τα προπατορικά δάνεια του τόπου της. Σ' αυτό το σημείο ψέλλισε κάτι περί επαναδιαπραγμάτευσης της συνεργασίας τους. Ο Παπαγεωργίου έμαθε να διαπραγματεύεται, αλλά μόνο με υφισταμένους, στους "συνεργάτες" απλώς υποτάσσεται και η Έλλη το έμαθε αυτό με τον πιο άγριο τρόπο. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου και οι συνεργάτες του ήδη της είχαν προσφέρει πολλά για να εξασφαλίσουν την υποταγή της και να της απαγορεύσουν τις πρωτοβουλίες της.

  Τον άκουγε που αγκομαχούσε πίσω της, ένιωθε τις βίαιες κινήσεις του στο πίσω μέρος του κορμιού της, τον πόνο που της προκαλούσε, ανήμπορη να αντιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο. Παρατημένη στην αδυναμία της όπως τα αδιέξοδά της που ποτέ δεν αντιμετώπιζε στα ίσα.  Μετά από αρκετό πόνο την γύρισε ανάσκελα ως επικυρίαρχος της ύπαρξής της διαπερνώντας με το βλέμμα του το σύνολο του κορμιού της. Στάθηκε στο αιδοίο, ένα ηφαίστειο πάντα μυστήριο για τον ίδιο, μία περιοχή του κορμιού που του προκαλούσε δέος. Ο Παπαγεωργίου πάντα αμφισβητούσε τη φροϋδική προσέγγιση περί της απώλειας του φαλλού στο γυναικείο κορμί και κατά συνέπεια την απώλεια δύναμης. Πάντα πίστευε στη δύναμή του αιδοίου στη μυστηριώδη σαγήνη του, στις υπόγειες διαδρομές που αυτό μπορεί να προκαλέσει. Ταυτόχρονα φοβόταν την αδυναμία του να κυριαρχήσει σε αυτό το τεράστιο αυλάκι της ύπαρξης, αντίθετα οι εφιάλτες του τον προειδοποιούσαν για την οριστική του εξαφάνιση μέσα σε αυτό. Δεν ήταν εξαίρεση αυτή η νύχτα. Όσο ταπείνωνε τη ψυχή της Έλλης τόσο περισσότερο αύξανε το δέος του για αυτήν την τεράστια χαράδρα που μπορούσε να τον εξαφανίσει. Η στύση του εξαφανίστηκε, η όποια αίσθηση κυρίαρχιάς του πάνω στην Έλλη του προκαλούσε τρόμο. Στην απέλπιδα προσπάθεια να κυριαρχήσει στο άγχος, ή καλύτερα στον τρόμο του θεώρησε ως καλύτερη λύση την εκμηδένιση της αιχμάλωτής του. Της κατάφερε μία δυνατή γροθιά στη μύτη και το στόμα. Η Έλλη έμεινε αναίσθητη.



Οι πρώτοι δαίμονες

  Ρυτιδιασμένος  με χοντρές αύλακες στα μάγουλα, μέτριου αναστήματος, γεροδεμένος, με χρώμα καφετί στο δέρμα του κορμιού του, απλός, πράος αλλά και ήρεμα αποφασιστικός. Ο Περικλής Ελληνιάδης ήταν ο πατέρας της Έλλης. Γεωργός, κτηνοτρόφος που δούλευε τη γη και περιποιούνταν τα ζώα του από το πρωί ως το βράδυ. Τον συνόδευε σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του η πανέμορφη γυναίκα του, η Αθηνά. Τεράστια μπλε μάτια, ηλιοκαμένη, μικρόσωμη με πανέμορφα πυρρόξανθα μαλλιά. Ταλαιπωρημένοι, όχι από τη μάχη τους με τη φύση που πάντα ήξεραν να τη δαμάζουν και να αφήνονται στην ομορφιά της, αλλά από τους "συνανθρώπους" τους. Στην Έλλη είχαν μία τεράστια αδυναμία. Μοναχοπαίδι, η Έλλη, σε μία εποχή που οι πολυπληθείς οικογένειες ήταν ο κανόνας, σε έναν κόσμο που η απώλεια των παιδιών θεωρούταν φυσική πραγματικότητα. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι της Έλλης. Οι μόνοι που της προσέφεραν μία πραγματική, ανιδιοτελή αγάπη. Της εξασφάλιζαν όταν ήταν μικρή τη σιγουριά και την αίσθηση ασφάλειας αλλά όχι για πάντα. Η ανατροπή της δικής τους ζωής οδήγησε σε απώλειες σταθεράς και μία μόνιμη αίσθηση ανασφάλειας τη δική της ζωής. Πότε δεν τους θύμωσε, κατανοούσε τους λόγους. 

  Η γενιά του Περικλή ήταν διασταύρωση της μισής Ελλάδας, της παλιοελλάδας όπως συνήθιζε να λέει. Ο πατέρας του, ο παππούς της Έλλης,  ήταν Πελοποννήσιος και με ρίζες από τη Στερεά Ελλάδα. Η μητέρα του Ηπειρώτισσα και με ρίζες από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Θράκη. Η Αθηνά ήταν Μικρασιάτισσα  με ρίζες από τον Πόντο και την Καππαδοκία. Από την πλευρά της μιας γιαγιάς της στην Αθηνά προσφέρθηκε το νησιώτικο γαλάζιο. Μία ολόκληρη Ελλάδα έτρεχε στο αίμα των γονιών της και η Έλλη, η μοναχοκόρη τους, συνένωνε αυτές τις πάμπολλες ελληνικές ροές μέσα στο αίμα της.  Η μοίρα το έφερε να βρεθούν στο Πλατύκαμπο της Θεσσαλίας. Εκεί προσπάθησαν να φτιάξουν το σπιτικό τους σε γη που δεν τους άνηκε, χαρτιά ιδιοκτησίας δεν είχαν. Η γη άνηκε στον Μεχμέτ που ποτέ δεν είδαν. Την γη την όριζαν οι υποτακτικοί του. Κοντόσωμοι, μαυριδεροί Τούρκοι και ΈλληνεςΔούλευαν για την επιβίωσή τους, για τη συντήρησή τους. Έπαιρναν χέρσα γη και την μετέτρεπαν σε πράσινο θαύμα. Ήταν η γη τους από εργασία, ήταν η γη των άλλων από χαρτιά ιδιοκτησίας. Ο Περικλής ποτέ δεν το έβαζε κάτω, η Αθηνά το ίδιο. Δεν παραπονούνταν για τις δυσκολίες, δεν συμβιβάζονταν με την ιδέα ότι η γη τους δεν ήταν γη "τους". Τα ίδια συναισθήματα κυριαρχούσαν στους γύρω τους. Μία γη δική τους που την είχαν άλλοι. Έπρεπε κάτι να γίνει. Η χρήση γης να γίνει κτήμα. Το αποφάσισαν. Γεμάτοι ενθουσιασμό και θέληση να ορίσουν τη ζωή και τη μοίρα τους ξεσηκώθηκαν. Ο Περικλής γενναίος, ανδρειωμένος από φυσικού του, παρά το συνετό του χαρακτήρα, ή εξαιτίας του, όχι μόνο ακολούθησε αλλά και ηγήθηκε σε μία φαινομενικά άνιση μάχη με την ιδιοκτησία. Οι άλλοι με όπλα, με λύσσα και φονική διάθεση τους αντιμετώπισαν. Τελικά επικράτησαν ο Περικλής και οι γύρω του. Αυτοί οι γύρω του ήταν παράξενη ράτσα. Εκεί που νικούσαν φιλονικούσαν για τη μοιρασιά και να σου οι μαυριδεροί να ξαναχτυπούν αλύπητα και πάλι αυτοί να δείχνουν ανδρεία παίρνοντας το πάνω χέρι μέχρι που αυτός ο κύκλος του αέναου πολέμου βρήκε το τέλος του. Δεν τον τελείωσαν ο Περικλής και οι όμοιοι του. Ήρθαν οι "φίλοι". Ο Φρανσουά, ο Γάλλος, ο Ντέιβιντ, ο Άγγλος και ο Ιβάν ο Ρώσος. Θαυμάζοντας το σθένος της ράτσας του Περικλή, την κουζουλάδα τους και διαισθανόμενοι την τάση τους να λειτουργεί ο καθείς για τον μικρό του εαυτό όταν ο εχθρός γινόταν αδύναμος αλλά κυρίως ζυγιάζοντας τα κέρδη από μία τέτοια γη ευλογημένη και καρπερή αν με κάποιο τρόπο θα της βάζαν χέρι βοήθησαν τη ράτσα του Περικλή να επικρατήσει. Το εμπορικό μυαλό τους γρήγορα κατανόησε ότι τούτοι δω οι τρελοί θα μπορούσαν να γίνουν τα όργανα του δικού τους κέρδους όταν οι άλλοι, οι πρώην ιδιοκτήτες δεν είχαν όρεξη ούτε για δουλειά αλλά ούτε και για εμπορική συνεργασία. Επενέβησαν, βοήθησαν υλικά, τον Περικλή και τον περίγυρό του και τους έδωσαν το χαρτί της ιδιοκτησίας. Με μία προϋπόθεση, να παραδεχτούν ως δάνειο τη βοήθειά τους και να συντρέχουν σε αυτούς σε κάθε περίπτωση είτε αγοραπωλησίας είτε όποιας εμπορικής διαπραγμάτευσης. Η φάρα του Περικλή έγινε τύποις ιδιοκτήτρια του τόπου και ουσιαστικά το υποζύγιο των καινούργιων "φίλων" τους. Χωρίστηκαν σε ομάδες ανάλογα με ποιον αναγνώριζαν ως αφεντικό και κύρη τους, σε φίλους του Φρανσουά, σε φίλους του Ντέιβιντ και σε φίλους του Ιβάν. Δεν είχαν καταλάβει ότι οι τρεις ξένοι δεν μπορούσαν να γίνουν φίλοι τους παρά μόνο Πάτρωνες. Μπορεί να φιλονικούσαν μεταξύ τους αλλά απέναντι στις φατρίες της φάρας του Περικλή κρατούσαν την ίδια στάση, του εμπόρου και του εκμεταλλευτή.

  Ο Περικλής καταλάβαινε το αδιέξοδο. Συνειδητοποίησε την καινούργια σκλαβιά, προσπαθούσε να εξηγήσει στους συντρόφους του την παράδοξη αυτή κατάσταση αλλά οι γύρω του είχαν μάθει στην πατρωνία, στο σκύψιμο του κεφαλιού, στην καθοδήγηση. Και αυτό παρά τη μεγάλη παράδοση που διέθεταν στο διάλογο και στη συμμετοχή στα κοινά. Δεν ήθελαν να κάνουν σχέδια, δεν είχαν προοπτικές, τις ανέμεναν από τους καινούργιους αφέντες τους. Ελεύθεροι αλλά πιότερο δούλοι από πριν. Σε μία τέτοια κατάσταση μεγάλωνε η Έλλη. Σε μία κατάσταση ελευθερίας - σκλαβιάς. Γεννήθηκε τη μέρα που τύποις η γη άνηκε στον Περικλή και την Αθηνά αλλά που στην ουσία τη διαφέντευαν άλλοι. Παρά την προστασία των δικών της ο κίνδυνος από τους νέους Πάτρωνες ήταν ισχυρός. Γιατί στην πραγματικότητα από τη μέρα  γέννησης της Έλλης τίποτα δεν όριζαν οι αυτόχθονες.  Η Έλλη άνηκε στον "ελεύθερο" τόπο αυτών που όριζαν την ελευθερία της. Ήταν το κτήμα του Άγγλου, του Γάλλου, του Ρώσου. Ο Περικλής και η Αθηνά, λυγισμένοι από τις εξελίξεις, ταπεινωμένοι από το αποτέλεσμα του αγώνα, εξοργισμένοι από την ηλιθιότητα των γύρω τους έκαναν το καλύτερο δυνατό για την προστασία της. Όμως το γνώριζαν. Η Έλλη από τη στιγμή που θα έβγαινε στην αυλή του σπιτιού δεν ήταν δική τους, θα την όριζαν οι Άλλοι. Μέσα στο άγχος και την αγωνία της επιβίωσης, στη δυστυχία της εξαθλίωσης που οι ξένοι Άλλοι επέβαλλαν η Έλλη μεγάλωνε σχετικά καλά και θα μπορούσε να πει κανείς ανέμελα. Στην εφηβεία της ήρθε σε στενότερη επαφή με τους Πάτρωνες της καθώς από αυτούς έπρεπε να εξασφαλίζει μία αόρατη και ασυναίσθητη συναίνεση για κάθε κίνησή της, είτε αυτή ήταν παιχνίδι, είτε μόρφωση, είτε παρέα. Ήταν ο Φρανσουά η πρώτη επαφή με τους Πάτρωνες.

  Η Έλλη διψασμένη για γνώση, ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει όσο πιο μακρυά μπορούσε τα παιχνίδια του μυαλού και τα ταξίδια της ψυχής. Ονειροπόλα αλλά και κτίστης της γνώσης. Προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του μυαλού έπρεπε να πάρει την άτυπη συναίνεση από τους Πάτρωνες. Έτσι βρέθηκε στο δρόμο της ο Φρανσουά. Καλοζωισμένος, φιγουράτος, ντυμένος στην τρίχα  και παρφουμαρισμένος. Ήταν πια έφηβη η Έλλη, πανέμορφη. Τα μάτια της είχαν το μπλε του ουρανού και της ελληνικής θάλασσας. Τα μαύρα της μαλλιά είχαν το χρώμα των δέντρων του Καράντερε. Το μπρούτζινο δέρμα της έφερνε στο νου την αμμουδιά των ελληνικών νησιών. Τα πέλματά της θύμιζαν το λευκό της κορφής του Ολύμπου. Η κατατομή της μύτης της παρέπεμπε στην αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια. Τα χείλη της ζουμερά και κατακόκκινα σαν τα κεράσια της Πέλλας. Είσαι η Ελλάδα μου συνήθιζε να της λέει ο Περικλής. Έτσι την είδε για πρώτη φορά ο Φρανσουά. Μία πανέμορφη έφηβη Ελληνίδα. Εκστασιασμένος από την εφηβική, θηλυκή ομορφιά θεώρησε πως αυτή, η ομορφιά της, θα έπρεπε να είναι το τίμημα της ολοκλήρωσής της Έλλης. Εξάλλου για τον Φρανσουά, αυτός ο τόπος δεν ήταν παρά  γεμάτος από  υποτακτικούς, στα χαρτιά ελεύθερους. Για πρώτη φορά η Έλλη ένιωσε την ένταση της αρσενικής πείνας για το γυναικείο κορμί. Ίσως και να γοητεύτηκε, ίσως και να μέτρησε το γεγονός ότι ο Φρανσουά από μεγάλη μερίδα της φάρας της θεωρούνταν Σωτήρας και για αυτό δικαιούχος των αγαθών ικανοποίησης που σε άλλες εποχές ή τόπους θα εθεωρείτο αδιανόητο ότι του ανήκουν. Αν στην Έλλη ξύπνησε για πρώτη φορά ή ένταση της γυναικείας φιλαρέσκειας αυτό δε σήμαινε ότι υπήρχε επόμενο βήμα. Υπήρχε ωστόσο για τον Φρανσουά.

  Ο Φρανσουά στην πρώτη συνάντηση με την Έλλη όταν αυτή του ζήτησε την δυνατότητα, δηλαδή την άδεια, να προχωρήσει παραπέρα τις διανοητικές της εξερευνήσεις, να έχει τουλάχιστον πίσω της έναν ολοκληρωμένο κύκλο μόρφωσης, έδωσε μικρή σημασία στα λεγόμενα και περισσότερο στη σιλουέτα της μικρής. Θαμπωμένος από τις πανέμορφες εφηβικές καμπύλες και από το σπάνιο συνδυασμό των χρωμάτων του κορμιού της, της έπλεξε το εγκώμιο για το μυαλό της, αν και αυτό ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε, ουσιαστικά την κατασπάραζε με το βλέμμα του. Της προσδιόρισε μία δεύτερη συνάντηση, τη μεθεπόμενη μέρα στο φημισμένο, κλασάτο εστιατόριο - μπαρ της περιοχής. Η Έλλη πήγε παρά τις επιφυλάξεις των δικών της. Στη συνέχεια τη συνόδεψε με το αυτοκίνητό του. Γρήγορα σταμάτησε σε ένα απόμερο μέρος, την φίλησε δυνατά πιάνοντας με δύναμη το πίσω μέρος του κεφαλιού της και κατηφορίζοντας τα χείλη του προς το πανέμορφο, στητό, στήθος της. Η Έλλη παρέλυσε από τις απρόσμενες αυτές κινήσεις και ενστικτωδώς έκανε να απωθήσει το κορμί του Φρανσουά πιέζοντας με τις παλάμες της τους ώμους του. Ωστόσο ο Φρανσουά είχε προλάβει να βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της, της τράβηξε δυνατά το εσώρουχο και χάιδεψε το τριχωτό, εφηβικό, αιδοίο. Η Έλλη σε πλήρη σύγχυση, νιώθοντας υγρή όπως είχε νιώσει και άλλες φορές άρχισε να συνειδητοποιεί την πραγματική κατάσταση και να κουνάει με βία το κορμί της προκειμένου να πετάξει από πάνω της αυτό το σιχαμερό κορμί. Ταυτόχρονα φώναζε με όση δύναμη της μένει ΌΧΙ, Βοήθεια. Ο Φρανσουά της έφραξε το στόμα με την παλάμη του και στη συνέχεια με το στόμα του, την ακινητοποίησε πιάνοντας με δύναμη τις αρθρώσεις των χεριών της και με τα πόδια του άνοιξε τα δικά της. Γρήγορα η Έλλη ένιωσε μέσα της την ανδρική σκληρότητα. Πέρασαν από το μυαλό της οι εικόνες του  Αχιλλέα και τα όμορφα αισθήματα που έτρεφε για αυτόν και του Ιάσονα του συνοδοιπόρου της στα διανοητικά της ταξίδια και στις εφηβικές εξερευνήσεις της φαντασίας. Ένιωσε τη ζέση των δακρύων της και την απόλυτη κενότητα που αυτό το άθλιο κορμί της προκάλεσε. Ήταν σαν το πέος του να είχε ρουφήξει όλη της τη ζωντάνια και τη θέλησή της να ζει όπως είχε φανταστεί. Ο άθλιος Γάλλος τελείωσε με μία ξέψυχη κραυγή  και έπεσε με όλο του το βάρος στο εφηβικό κορμί της. Στο τέλος ψιθύρισε: "θα έχεις τη γαμημένη μόρφωσή" υπονοώντας ότι η υποταγή της ήταν το εισιτήριο για το επόμενο βήμα της. Η Έλλη ήξερε ότι αυτό το βρωμερό σκουλήκι θα έπρεπε να τιμωρηθεί από την ίδια. Δεν είπε κουβέντα σε κανέναν. Ο Περικλής και η Αθηνά δεν έμαθαν ποτέ τίποτα, χωρίς να σημαίνει ότι αν μάθαιναν για το περιστατικό θα έπεφταν από τα σύννεφα. 

  Έμειναν δύο άλλοι Πάτρωνες. Τους ήθελε εργαλεία της εκδίκησής της. Είχε ακούσει η Έλλη για τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα στον Φρανσουά, τον Ντέιβιντ και τον Ιβάν. Ήθελε να πληρώσει ο Φρανσουά για την ατίμωση της, για την απρόσμενη και βίαιη ενηλικίωσή της μέσα από τη διαμάχη των τριών. Ο Περικλής και η Έλλη συχνά μιλούσαν για αυτούς τους ανταγωνισμούς και για την έλλειψη σεβασμού που έτρεφαν για δαύτους. Οι γονείς της θεωρούσαν ότι αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να τους πλησιάζεις, αντίθετα αν σου δοθεί η ευκαιρία να τους αντιστέκεσαι με κάθε μέσο με κάθε τρόπο. Αντίθετα η φάρα του Περικλή, της Αθηνάς και της Έλλης  στην πλειοψηφία της πίστευε ότι το δικό τους κέρδος και η βελτίωση της ζωής τους θα προέλθει από το γλείψιμο στους Πάτρωνες και το σκύψιμο του κεφαλιού τους ως το πάτωμα. Η Έλλη έπρεπε να μάθει που βρισκόταν η αλήθεια. Εφόσον στόχευε ψηλά, καθώς επιζητούσε μία καλύτερη ζωή, δεν είχε πολλές επιλογές. Θα τους συναντούσε και τους άλλους δύο θέλοντας και μη. Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Στους αθλητικούς αγώνες ο Ιβάν παρευρίσκονταν ως ο επίσημος επικυρίαρχος. Ο Ιβάν την ξεχώρισε, η Έλλη ήθελε τη συνάντηση και με τη συνωμοσία ή όχι της τύχης η συνάντηση έγινε. 

  Ο Ιβάν είχε ρωμαλέο παρουσιαστικό,  γυμνασμένο σώμα,  ψηλή κορμοστασιά κατάλευκη επιδερμίδα, χρυσαφένια μαλλιά και στρογγυλό πρόσωπο με έντονη την πινελιά της παιδικότητας, αυτό που θα λέγαμε μπέιμπι  φέις ή αλλιώς βουτυρόπαιδο. Αυτό που τρομάζει στον Ιβάν είναι η αδυναμία του να χρησιμοποιεί τη δύναμή του ορθολογικά, να μπορεί να συναισθάνεται και να μην εστιάζει μόνο στις παιδαριώδεις ανάγκες του. Εκνευρίζεται εύκολα, ζηλεύει υπερβολικά, θέλει να επιβάλλεται και εύκολα πέφτει στις διανοητικές παγίδες και τις στρατηγικές που του καθορίζουν οι άλλοι. Αυτό μόνο αν θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν το ίδιο ή ανώτερο στάτους από αυτόν, τους υπόλοιπους απλώς τους θεωρεί υπάνθρωπους. Η φάρα του Περικλή και της Αθηνάς είναι μία τέτοια περίπτωση, υπάνθρωποι, άνθρωποι που δεν αγωνίζονται αλλά γλείφουν, τουλάχιστον οι περισσότεροι. Φυσικά η Έλλη δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.   Και ως τέτοια θα την αντιμετώπιζε. Ένα εφηβικό κορμί θελκτικό, ένα κομμάτι κρέας. Η ιστορία επαναλήφθηκε η Έλλη βιάστηκε και από τον έτερο προστάτη της φάρας της,  από αυτόν που οι ομοεθνείς προσέτρεχαν υποτίθεται για να τους λύσει τα προβλήματά τους. 

  Η Έλλη προσέθεσε μία ακόμη πληγή στο κορμί της και κυρίως στο μυαλό και στην ψυχή της. Ένα ακόμη κτήνος βρέθηκε πάνω της και μέσα της με γυμνή τη διάθεση να την υποτιμήσει, να την κατακτήσει, να τη διαλύσει. Η φήμη της βιασμένης Έλλης στο κύκλο των προστατών της διαδόθηκε αστραπιαία. Όχι πως ήταν η μόνη. Κάθε υποτακτικός που αρνείται την αξιοπρέπειά του, που αφήνεται στη δύναμη του άλλου, που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της αυτονομίας του στο τέλος βιάζεται, εξαφανίζεται ή και τα δύο μαζί. Το χειρότερο είναι ότι ανοίγει τις ορέξεις του κάθε δυνατού να σαδίσει πάνω του. Ο Ντέιβιντ, ο τρίτος Πάτρωνας δεν μπορούσε να μείνει έξω από το παιχνίδι, θα μειωνόταν η ισχύς του ως Πάτρωνα. Δε χρειάστηκε ιδιαίτερη πρόφαση συνάντησης με την Έλλη. Την εξανάγκασε σε συνάντηση. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της; Αποκλείεται. Ο Ντέιβιντ ήταν γνωστός για τις ομόφυλες διαστροφές του. Καμία έλξη δεν ένιωθε από το γοητευτικό παρουσιαστικό της. Στη μοιραία συνάντηση δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να κοιτά το πρόσωπό της. Τη γύρισε με τη βία μπρούμυτα και την σοδόμισε με τη μεγαλύτερη βία που διέθετε. Ήταν η ηδονή της εξουσίας και όχι του κορμιού που εξίταρε τον Ντέιβιντ. Η ηδονή της ταπείνωσης της Έλλης και του ματωμένου πρωκτού της, που σίγουρα θα τον προτιμούσε αρσενικό, ήταν η υπέρτατη ηδονή της κυριαρχίας. Ο Ντέιβιντ χωρίς τη θεσμική του δύναμη δεν ήταν παρά ένας κουβάς υποδοχής βρωμιάς, ηλιθιότητας και μισανθρωπίας. 

  Μ' αυτόν τον βίαιο τρόπο η Έλλη μπήκε στη ζωή των ενηλίκων, πρόωρα, μαθαίνοντας με το κορμί της ότι οι επιδιώξεις, οι στόχοι, η βελτίωση της καθημερινότητάς της δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με  την ικεσία, ή την παράκληση. Τα αυτονόητα δικαιώματά της είναι δικαιώματα όταν δεν μεσολαβούν Πάτρωνες ειδάλλως παύουν να είναι και αυτονόητα και πολύ περισσότερο και δικαιώματα.


Οι σωτήρες


  Διαλυμένη ψυχικά, σακατεμένη ηθικά η Έλλη έμαθε να μαζεύει τα συντρίμμια της, να προχωρά μπροστά. Η θέληση της εκδίκησης για αυτά τα θλιβερά και άθλια αρσενικά ανθρωπάκια έδωσε τη θέση της σε μία έντονη κατάθλιψη που με τον καιρό έγινε χρόνια, ήπια και λιγότερη βασανιστική. Έπαψε να αγαπά, δεν γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο και το κορμί του Αχιλλέα ή του Ιάσονα  όπως μικρή θα το ήθελε και τώρα πλέον ήταν αργά. Ο Αχιλλέας τόλμησε να αντισταθεί, να πάρει το μερτικό της φάρας του χωρίς να το χαρίζει στους Πάτρωνες αλλά του απέδωσαν τη ρετσινιά του κλέφτη, του περιθωριακού. Τον σκότωσαν τα τσιράκια του Άγγλου, του Γάλλου, του Ρώσου. Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία σε αυτόν τον καταραμένο, ή ευλογημένο τόπο ανάλογα από την οπτική του βλέμματος. Η φάρα του Περικλή και της Αθηνάς δούλη δεν ήταν από τη δύναμη των Πατρόνων αλλά από τη συνέργεια των ντόπιων. Δούλος γίνεσαι όταν το αποδέχεσαι, όταν συναινείς, όταν σταματήσεις να αγωνίζεσαι. Τον Αχιλλέα τον σκότωσαν γιατί δεν θα του χωρούσε για πολύ ακόμη η ετικέτα του κλέφτη που του επέβαλαν ή της κοινωνικής δυσπροσαρμοστίας που του κόλλησαν ως διάγνωση οι δήθεν γιατροί της ψυχής. Ήξεραν ότι αυτές οι ετικέτες και διαγνώσεις θα συντρίβονταν από τις πράξεις του που ήταν πράξεις επανάστασης. 

  Έτσι έφυγε ο Αχιλλέας από τη ζωή της Έλλης ο δε Ιάσων έγινε μεταπράτης των συμφερόντων του Φρανσουά, του Ντέιβιντ και του Ιβάν, των Πατρόνων αυτού του τόπου. Έγινε γλυκομίλητος, αποφασισμένος ηγέτης στους ντόπιους, γλειψιματίας στα πραγματικά αφεντικά του. Τήρησε τις υποσχέσεις του στους Πάτρωνες. Θα έριχνε ομίχλη στη σκέψη των ντόπιων θα εξυπηρετούσε απόλυτα τα συμφέροντα των αφεντικών του. Ήταν για φτύσιμο και αρκετό φτύσιμο σήκωνε η ζωή της Έλλης δεν ήθελε άλλα μηδενικά δίπλα της. Σπούδασε η Έλλη. Την  Έλλη την κέρδισαν οι θετικές επιστήμες που την βοηθούσαν να στήνει δημιουργικά, καινούργια πράγματα, εντυπωσιακές εφευρέσεις που το πέρασμα τους στην παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα θα απέδιδε πολλά στη φάρα της. Η τελευταία αδιαφορούσε. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ την υποταγή της στους Πάτρωνες που κάθε προσπάθεια ακόμη και παραγωγικής αυτονομίας τους προκαλούσε ίλιγγο φόβου. Οι Πάτρωνες που κάποτε γεύτηκαν με ενθουσιασμό το κορμί της Έλλης τώρα με θαυμασμό αλλά και ζήλια κοιτούσαν τα δημιουργήματα της. Αν η Έλλη δεν ήθελε άλλους βιασμούς τότε θα έπρεπε να τους δίνει τους καρπούς της σκέψης της και της δημιουργικότητάς της. Τα δημιουργήματα της Έλλης οι Πάτρωνες τα  μετέφεραν στους δικούς τους τόπους, ως μέρος αποπληρωμής του δανείου που στην αρχή της ελευθερίας - νέας σκλαβιάς πρόσφεραν στον τόπο της Έλλης. Ο σωματικός βιασμός μετατράπηκε σε διανοητικό, οικονομικό και κοινωνικό. Αυτό επιδείνωνε την κατάθλιψη της Έλλης. Κάποιες φορές έπαιρνε τη μορφή της μανίας, σαν διπολική διαταραχή. Τότε ξεσπούσε βίαια στους γύρω της και στα αγαπημένα αντικείμενά της. Στις στιγμές της έντονης κατάθλιψης πειραματίζονταν με αιχμηρά αντικείμενα, ικανά να προκαλέσουν το θάνατο, πάνω στο σώμα της. Η ισορροπία της επανέρχονταν μέσα από τους λογοτεχνικούς πειραματισμούς που κρατούσε για τον εαυτό της. Έγραφε ποίηση, δοκίμια, διηγήματα και μυθιστορήματα εμπνευσμένα από το μπλε της θάλασσας και του ουρανού, του καφετιού της γης όπου έζησε και μεγάλωσε και του λευκού από το χιόνι των κορφών του Ολύμπου και του Ψηλορείτη. 

  Η απελευθέρωσή της ήταν το κύριο ζητούμενο για αυτήν. Απελευθέρωση από τους δαίμονές της, τους εσωτερικούς που δεν ήταν παρά αντικατοπτρισμοί των υπαρκτών δαιμόνων που καταδυνάστευσαν την ύπαρξή της. Αναζητούσε απεγνωσμένα τον έρωτα, τον άντρα που θα την αλαφρύνει, που θα την πάει μακρυά, που θα την απελευθερώσει. Οι δαίμονές της, οι Πάτρωνες, τα τραύματά, της στοίχειωναν τη ζωή, εμπόδιζαν την ικανοποίησή, της στερούσαν την ηδονή από τους πειραματισμούς της με τα καινούργια αντρικά κορμιά που συναντούσε στο διάβα της ζωής της. Όλοι μικροί, ανίκανοι να ξεπεράσουν το πέος τους, να τη συναντήσουν, να υπερβούν τον συρρικνωμένο εγκέφαλό τους, να παίξουν, να ζήσουν πραγματικά. Υποταγμένοι στην εσωτερική μιζέρια τους και στην εξωτερική τους κατοχή από τους πάτρωνες συμπεριφέρονταν στο κρεβάτι όπως ήταν και στη ζωή. Μικροί δούλοι, άβουλοι, αφάνταστοι, προβλέψιμοι, τετριμμένοι και κυρίως υποταγμένοι. Τότε η Έλλη, ως νέα μυθική Μέδουσα τους έραινε το κεφάλι με τα σωματικά υγρά της και τους παρατούσε αποκαμωμένους στο μίζερο και χωρίς φαντασία κρεβάτι της ζωής τους. Καταδικασμένοι ανέραστοι έφευγαν ντροπιασμένοι μπροστά στα θέλω της Έλλης. 

  Μέχρι που ήρθε αυτός. Ο Λευτέρης. Εμφανίστηκε σε μία δύσκολη στιγμή για τη φάρα του Περικλή και της Αθηνάς. Ένα μέρος της γης των αυτοχθόνων παραχωρήθηκε από τους Πάτρωνες σε ομοεθνείς τους ως μέρος της εξόφλησης των προπατορικών δανείων της ανεξαρτησίας. Το ψωμί λιγόστεψε, η υγεία χειροτέρεψε και η παιδεία χαροπάλευε. Περισσότερη δουλειά για όλους, μικρότερες οι αμοιβές για τον καθένα ήταν το αποτέλεσμα της ελευθερίας που προσέφεραν οι Πάτρωνες. Ο Λευτέρης τους μίλησε για την περηφάνια, για το θάρρος της πάλης, για το όραμα της πλήρους ανεξαρτησίας. Θα έλεγε κανείς πως ήταν επαναστάτης αν ο Λευτέρης δεν έλεγε πως δεν ήταν αναγκαία η εκδίωξη των Πατρόνων Ο Λευτέρης υποστήριζε ότι η εκμετάλλευση των ανταγωνισμών των Πατρόνων θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην κατάκτηση της αυτονομίας των αυτοχθόνων. Η σκέψη των μελών της φάρας του Περικλή και της Αθηνάς άρχισε να γίνεται φρέσκια, πιο κριτική, πιο ουσιαστική. Η μελαγχολία έδωσε την θέση της στην ελπίδα και η ελπίδα οδήγησε στη θέληση για δράση. Οι Πάτρωνες στο μερτικό της γης που παραχώρησαν στους ομοίους τους αναγκάστηκαν να δεχθούν και την εγκατάσταση των ανθρώπων του Φριντς. Ο Φριντς απέκτησε δύναμη ανάλογη των Πατρόνων και όπως κάθε νέος σε ένα παιχνίδι δύναμης, εξουσίας και οικονομικής κατοχής ήταν βουλιμικός της κατάκτησης και του κέρδους. Οι παλαιοί Πάτρωνες ζορίστηκαν από το νέο δυναμικό συμπαίκτη που έμπαινε στα δικά τους χωράφια. Ο Λευτέρης διέκρινε αυτήν την αντιπαλότητα και πρότεινε συμμαχίες με τους παλαιούς Πάτρωνες προκειμένου να επωφεληθούν οι αυτόχθονες από την διαμάχη των ισχυρών.  Το σχέδιο πέτυχε. Τα μέλη της φάρας του Περικλή και της Αθηνάς συμμάχησαν με τους ανθρώπους του Ντέιβιντ, του Φρανσουά και του Ιβάν και μετά από μεγάλο κόστος σε χρόνο, σε χρήμα και σε υλικά αγαθά εκδίωξαν τον Φρίντς και τους κολαούζους του από τη γη τους. Οι Πάτρωνες εις ένδειξη ευγνωμοσύνης χαλάρωσαν την εκμετάλλευση προς τους αυτόχθονες και τους πρότειναν να πάρουν μέρος στην προστασία των συμφερόντων τους και σε άλλες περιοχές. 

  Ο φλογερός του λόγος, οι αποτελεσματικοί ελιγμοί του, η αποφασιστικότητά του, ο ανδρισμός του, ο ισχυρός του χαρακτήρας και το στρατηγικό μυαλό έκαναν την Έλλη να προσέξει αυτόν τον ερωτικό άντρα. Δυνατός, τολμηρός στα παιχνίδια, για πρώτη φορά ξύπνησε στην Έλλη Ελληνιάδου την πραγματική επιθυμία για το αρσενικό. Ήξερε να παίζει με τις λέξεις, να τολμά να εκφράζεται και να ψιθυρίζει στο αυτί την κατάλληλη λέξη στην κατάλληλη στιγμή. Η Έλλη ένιωσε την ορμή του Λευτέρη, την δίψα του για εξερεύνηση και την επιθυμία του για την κατάκτηση. Εκνευριζόταν ωστόσο με τον τακτικισμό του, την διάθεσή του να συμβιβαστεί όταν ένιωθε ανασφαλής ή όταν αισθανόταν ότι απειλείται. Σ' αυτή την περίπτωση προτιμούσε τις πλάγιες οδούς επικοινωνίας, την έμμεση έκφραση των επιθυμιών ή κατάστρωνε ολόκληρες στρατηγικές πειθούς προκειμένου να την κάνει να νιώσει ότι οι δικές του επιθυμίες ήταν και δικές της. Η Έλλη το είδε αυτό αλλά το παρέβλεπε όσο ο Λευτέρης της χάριζε την αίσθηση της πληρότητας και την προσφορά της προοπτικής. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Έλλη αισθάνθηκε την ολοκλήρωση της γυναικείας φύσης της. Ένιωθε ότι μπορούσε να παλεύει και να εμπιστεύεται ταυτόχρονα τον μαχητή του έρωτα που τόσο απρόσμενα και αιφνίδια μπήκε στη ζωή της. Παρακολουθούσε τους πύρινους λόγους του, τον ενθουσιασμό που έσπερνε στους ομοίους της, το ξεκάθαρο όραμά του. Αναγνώριζε την αξία και την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών του σχεδιασμών παρόλο που την κούραζε η έφεσή του προς τους συνεχείς συμβιβασμούς προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Πέρασε ο καιρός, ο κόσμος κουράστηκε με το συνεχή αγώνα που έδινε προκειμένου να συντηρεί την αυτονομία του,  τις συνεχείς επιφυλακές και θεώρησε αυτονόητη την αρκετά μεγάλη ελευθερία που κατέκτησε. Βαρέθηκε το Λευτέρη. Τον έδιωξε ακούγοντας τις σειρήνες της υποτιθέμενης γαλήνης που θα έφερναν οι αντίπαλοι του Λευτέρη στο εσωτερικό της φάρας. Η Έλλη ίσως και αυτή να είχε κουραστεί  από τις επιτηδευμένες κινήσεις του, από την αδυναμία του να ολοκληρώνει άμεσα τους στόχους του χωρίς να αποφεύγει τους αφόρητα μεγάλους ελιγμούς του. Οι Πάτρωνες έχασαν την εμπιστοσύνη στη φάρα του Περικλή και της Αθηνάς. Ώθησαν τους ομοεθνείς της Έλλης σε παράτολμες κινήσεις προκειμένου να βρουν μια πρόφαση για επέμβαση και την επαναφορά της κατάστασης της εξουσίας τους πάνω στους αυτόχθονες στην πρότερη κατάσταση. Τον Ιβάν τον αντικατέστησε πλέον ο Μπιλ. Οι αυτόχθονες τρόμαξαν από την βιαιότητα των Πατρώνων, από τη διάθεσή τους να επιστρέψουν περισσότερο βίαιοι σε παλαιότερες συνήθειες υποταγής και κάλεσαν εκ νέου τον Λευτέρη. Ήταν πλέον αργά. Δεν κατανόησαν ότι ο Λευτέρης την πρώτη φορά που τους εμφανίστηκε δεν ήταν παρά ο εκφραστής της εσωτερικής τους παρόρμησης για ανεξαρτησία και αυτονομία. Αυτήν την παρόρμηση ανέδειξε ο Λευτέρης με τρόπο δημιουργικό και αποτελεσματικό. Τώρα πλέον κλήθηκε  να διαχειριστεί το φόβο τους, να λειτουργήσει ως σωτήρας από τους εφιάλτες τους. Ο Λευτέρης δεν ήταν για αυτό. Εφόσον σταμάτησε η θέληση και ο αγώνας για την αυτονομία ο Λευτέρης έμεινε με τους συμβιβασμούς του και ξέμεινε από όραμα. Κάλυψε την ανεπάρκειά του με επιμέρους αυταρχισμούς και δυστυχώς χάιδεψε την τάση της φάρας του Περικλή και της Αθηνάς να ικετεύει. Και ο ικέτης δεν έχει μέλλον. Όχι δικό του μέλλον. Κάπου εκεί έφυγε ο Λευτέρης από τη ζωή της Έλλης. 

  Η Έλλη μετά το φευγιό του Λευτέρη έμεινε μόνη με τα φαντάσματά της, αυτά που υπήρχαν στη ζωή, στον ύπνο και τα όνειρά της από τότε που οι Πάτρωνες της βίασαν τη ζωή της. Ήθελε να ακουμπήσει το κορμί της, να γαληνέψει το μυαλό της να ξεκουράσει την ψυχή της από την αγωνιώδη προσπάθεια της επίτευξης της αυτονομίας. Η Έλλη δεν ήταν αυτόνομη όχι γιατί τη ζωή της την καθόριζαν κάποιοι άλλοι αλλά γιατί επέτρεψε στα φαντάσματά της να έχουν το πάνω χέρι. Αυτά τελικά κρατούσαν το κλειδί της υποταγής της και το παρέδιδαν μόνιμα σε αλλότριους τρίτους. Έψαχνε απεγνωσμένα το Σωτήρα της. Τον δυνατό, τον γενναίο, τον ποιητή, τον ήρωα, τον σκεπτόμενο που θα την σηκώσει ψηλά, θα εκτιμήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές της και θα προστατέψει την προσωπικότητά της. "Καημένη Έλλη δεν υπάρχει προστάτης άλλος όταν η ίδια δεν παίρνεις την τύχη στα χέρια σου" έλεγε αρκετά συχνά στους συνεχείς εσωτερικούς της μονολόγους. Μόνο που τρόμαζε με τη δύναμη των λέξεων και κούρνιαζε στο φαντασιακό σωτήρα της. 

  Ο τόπος της Έλλης και η φάρα της, αυτή του Περικλή και της Αθηνάς, μπήκε σε μία ταραχώδη περίοδο. Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί των Πατρόνων είχαν βαθιές επιδράσεις στον τρόπο ζωής των αυτοχθόνων.  Επιζητούσαν σωτήρες για να τους δείξουν το σίγουρο δρόμο προς την ισορροπία και την απομάκρυνση των κινδύνων που έκρυβε αυτή η αβέβαια περίοδος. Επέλεγαν ηγέτες που τελικά μετατρέπονταν σε μαριονέτες. Θεώρησαν ότι ο αυταρχισμός των λίγων ή του ενός θα έβαζε κανόνες και τάξη στην αβέβαιη πορεία τους. Η απλοϊκότητα των κανόνων που έθεταν, η αίσθηση του ξεκάθαρου στο λόγο τους (των τετριμμένων λέξεών τους και των παιδαριωδών συλλογισμών που ανέπτυσσαν) περί τάξης, αρετής ηρεμούσαν τη ψυχή των αυτοχθόνων. Στη συνέχεια συνειδητοποιούσαν ότι αυτή η τάξη που επέβαλλαν βασίζονταν στην επιδείνωση της δικής τους ζωής προκειμένου τα τσιράκια των Πατρόνων και οι ίδιοι οι Πάτρωνες να έχουν το πάνω χέρι στην οικονομική και κοινωνική ζωή τους. Η Έλλη δοκίμασε στις σχέσεις της αυτήν την πάστα ανθρώπων. Άνθρωποι στομφώδεις που τους άρεσε να παίζουν με τα παιχνίδια της εξουσίας. Στο κρεβάτι ήταν μαζοχιστές, τιποτένιοι, με χαλαρή στύση και έλλειψη φαντασίας. Ο αυταρχισμός τους δεν ήταν παρά το προκάλυμμα της ψυχική τους γύμνιας, της διανοητικής τους ανικανότητας και της ερωτικής τους μετριότητας. Ο ερωτισμός τους εξαντλούνταν στο είδωλο τους στον καθρέφτη, ένα υποτιθέμενα μεγαλειώδες είδωλο που έκρυβε ένα φοβισμένο προσκυνημένο. Η Έλλη όταν φιλοξενούσε στο κρεβάτι της  αυτήν την πάστα των ανίκανων ηδονίζονταν με την τοποθέτηση εξαρτημάτων στον πρωκτό του,ς που τόσο πολύ τους εκστασίαζαν και το πάτημα στην κοιλιά τους με τα μυτερά της τακούνια. Αν ωστόσο έκανε το λάθος να μπει στον πειρασμό της επιβεβαίωσης της κυριαρχίας της πάνω τους σε δημόσιο χώρο, τότε εισέπραττε δημόσια χαστούκια και εξευτελισμό. Έτσι έμαθε η Έλλη ότι οι μάσκιο, τα αρσενικά και οι λαοπλάνοι δεν ήταν παρά σκουπιδοτενεκέδες  και χαμένα κορμιά που οι αυτόχθονες ηλιθιωδώς τους απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα ήταν πνευματικά, ηθικά και σεξουαλικά ανίκανοι.

  Οι διαμάχες των Πατρόνων μεταξύ τους είχαν ανάψει για τα καλά. Η βουλιμική τους διάθεση να καταβροχθίσουν τόπους, ανθρώπους και παραγωγή πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ο τόπος της Έλλης φλεγόταν από τις διαμάχες. Ο Φριντς έκανε δυναμική επανεμφάνιση στο προσκήνιο. Με τρόπο κεραυνοβόλο, αστραπιαίο και αποφασιστικό διέλυσε τις δυνάμεις των άλλων Πατρόνων και επικράτησε προσωρινά σε πολλούς τόπους ως κατακτητής. Ο τόπος της Έλλης δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι κολαούζοι του Φριντς εγκαταστάθηκαν στον τόπο της Έλλης, του Περικλή και της Αθηνάς. Η συντήρηση της επικράτησής τους δεν θα ήταν εφικτή αν ένα μεγάλο μέρος των αυτοχθόνων δεν συνεργάζονταν μαζί τους διεκπεραιώνοντας της βρώμικη δουλειά των κολαούζων του Φριντς. Κακολογούσαν συνανθρώπους τους τους έβαζαν στη φυλακή, βοηθούσαν στην καταδίκη τους για υποτιθέμενα αδικήματα που διέπραξαν και συμμετείχαν στην ηθική και φυσική εξόντωσή τους. Ήταν πολλά τα καθάρματα αυτά, το όνειδος της φάρας της Έλλης. Ευτυχώς για την Έλλη και κυρίως για τη φάρα του Περικλή και της Αθηνάς ήταν πολλοί και αυτοί που αντιστέκονταν. Οργανώθηκαν μυστικές ομάδες, σε κάποιες από τις οποίες συμμετείχε και η Έλλη, εξοπλίστηκαν και κήρυξαν αντίσταση στον κατακτητή και στους προσκυνημένους της φάρας τους. Αφού οι Πάτρωνες εξουθενώθηκαν από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και αφού είχαν αφανίσει εκατομμύρια κόσμο και καταστρέψει πανέμορφους Τόπους κήρυξαν παύση εχθροπραξιών. Στο μεταξύ ένας νέος δυνατός, ισχυρότατος παίχτης, ο Μπιλ, αναδείχτηκε από τα συντρίμμια της διαμάχης των Πατρόνων. O Φριντς πλήρωσε την ηλίθια εμμονή του να κυριαρχεί με τρόπο πρωτόγονο και αυταρχικό που αδιαφορεί για ανθρώπινες και φυσικές απώλειες και τέλος ο Ιβάν ισχυροποιήθηκε σε άλλους τόπους αποσυρόμενος από τη γη της Έλλης. 

  Η Έλλη για δεύτερη φορά στη ζωή της ένιωσε ερωτευμένη με μία βαθιά εσωτερική παρόρμηση να δοθεί ολοκληρωτικά σε ένα νέο, φλογερό, επαναστάτη, άνδρα. Ήταν ο Άρης αυτός που την συνεπήρε. Βλέμμα σταθερό, θέληση για ζωή, υπομονή στον αγώνα και τον κυριότερο διέθετε μία ερμηνεία των πραγμάτων σταθερή και συνεκτική. Αυτά ήταν τα στοιχεία του Άρη που συγκίνησαν την Έλλη. Μιλούσε για την αδικία, για τον τρόπο που ήταν οργανωμένες οι σχέσεις των ανθρώπων έτσι ώστε οι λίγοι να εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Βοήθησε την Έλλη να κατανοήσει τον τρόπο που χωρίστηκε η φάρα της. Από τη μια οι προσκυνημένοι, αυτοί που παρασιτούσαν εις βάρος των πολλών κλέβοντας από τη δουλειά τους, οι απαίσιοι μεταπράτες που έπαιρναν από τους πολλούς για να κρατήσουν ένα μέρος ως δικό τους μερτικό και το υπόλοιπο να το αποδίδουν στους Πάτρωνες. Ο Άρης δημιούργησε έχθρες, εσωτερικές και εξωτερικές, κρυβόταν και ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν στα όπλα. Κάθε μέρα κοιμόταν σε διαφορετικό σημείο και με την Έλλη βρισκόντουσαν στα πιο απίθανα μέρη  τηρώντας τους κανόνες της μυστικότητας. Μόνιμο ήταν το ερώτημα της Έλλης προς τον Άρη. Αφού οι αυτόχθονες δεν περνούν καλά, αφού τους έπαιρναν τη μπουκιά μέσα από το στόμα γιατί καθόντουσαν με σταυρωμένα τα χέρια; Ο Άρης της εξηγούσε ότι δεν είναι όλοι το ίδιο αλλά πάρα πολλοί είχαν καταλάβει την αδικία, ότι οργανώνονταν για να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση, ότι μπορεί πλέον για το διαφέντεμα του τόπου τύποις να υπήρχαν εκλογές αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών παραμορφώνονταν από  την "πληροφόρηση" που τους παρείχαν οι Πάτρωνες και τα τσιράκια τους. Ότι ο λαός τους ήταν απληροφόρητος και δεν μπορούσε να εξηγήσει τι πραγματικά συμβαίνει με συνέπεια να πέφτει θύμα των κατευθυνόμενων "ενημερώσεων" των Πατρόνων και των αυτοχθόνων  εκμεταλλευτών. Ήταν σκληρός και ευθύς χαρακτήρας ο Άρης, ντόμπρος αλλά άκαμπτος και δύσκολα υιοθετούσε μία ευλύγιστη στάση στα πράγματα. Έτσι ήταν και το κορμί του. Ευθυτενές, γυμνασμένο από τον αγώνα, σκληρό, κορμί που θα μπορούσες να βασιστείς πάνω του. Ο Άρης έδινε χώρο στην Έλλη, στις απόψεις της, στη διανοητική της συγκρότηση, αρκεί αυτή να μην παρέκκλινε από τα βασικά επαναστατικά θέσφατα. Τότε χανόταν η ανεκτικότητα, ανέβαινε ο πυρετός της θέλησης, οργιζόταν. Θεωρούσε ότι ήταν λίγοι οι δρόμοι της απελευθέρωσης. Μιλούσε για τη λαϊκή κυριαρχία αλλά η Έλλη διέκρινε τον κίνδυνο η κυριαρχία αυτή σε βάθος χρόνου, και εφόσον επικρατούσαν οι δυνάμεις του Άρη, να μεταβληθεί σε επικράτηση "πεφωτισμένων" πρωτοπόρων βάζοντας στη γωνία αυτόν για τον οποίο αγωνιζόταν, το λαό. Θυμάται τη φίλη του Άρη, τη Ρόζα, που του υπενθύμιζε ότι το ζητούμενο ήταν η αυτονομία των πολλών και όχι μόνο των πρωτοπόρων. Ότι η μυστικότητα του αγώνα μπορεί να δικαιολογηθεί από τις περιστάσεις αλλά το κύριο ζητούμενο ήταν ο απλός λαός, ο Άνθρωπος, να αποφασίζει, ενημερωμένος πλέον, για το δικό του αύριο μέσα από πλατιές οργανώσεις. Του υπενθύμιζε ότι η επικράτηση του Απλού, του Ανθρώπινου περνάει μέσα από την ανάπτυξη της συνείδησης και όχι από την επιβολή του Σωστού. Σ' αυτήν την περίπτωση ακόμη και αν το Σωστό είναι σωστό, καθώς βασίζεται σε επιστημονικές ερμηνείες, μπορεί να παρεκκλίνει σε αφόρητους αυταρχισμούς. Ο Άρης εκνευριζόταν από αυτές τις επισημάνσεις, όχι γιατί δεν αναγνώριζε τον κίνδυνο αλλά γιατί θεωρούσε τον προβληματισμό αυτόν δευτερεύον μπροστά στο μεγαλείο του αγώνα. Ο Άρης δολοφονήθηκε. Βρέθηκε κρεμασμένος σε ένα δέντρο. Μίλησαν για αυτοκτονία αλλά ήταν καθαρή δολοφονία από τους αυτόχθονες, τους συντοπίτες του, αυτούς που πίστευε ότι μπορούσε να τους απελευθερώσει από τον ξένο ζυγό και κυρίως από το δικό τους κακό εαυτό. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Μπιλ αλλά αυτό ήταν δύσκολο να αποδειχθεί. Την ίδια περίοδο δολοφονήθηκε και η Ρόζα. Λένε πως αυτήν την προστάτευσαν λιγότερο οι δικοί της. Όταν βρέθηκε κάποια στιγμή μόνη της και απροστάτευτη της όρμησαν, την απήγαγαν, την βίασαν, τη σκότωσαν και διέσυραν το κουφάρι της.  



Οι "σωτήρες" της σαγήνης


  Ο βίαιος τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή της ο Άρης συγκλόνισε την Έλλη. Για πρώτη φορά είχε κατορθώσει να έχει μία συνολική ερμηνεία των πραγμάτων και μία μέθοδο πράξης προκειμένου να αλλάξει τον τόπο και τους αυτόχθονες. Υπήρχε μία στέρεα θεωρία που μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αυτονομία του αν κάποιος απέφευγε τις παρενέργειές της και τις δύσκαμπτες ερμηνείες. Ο Άρης για πολλούς ήταν επικίνδυνος. Πρώτα από όλα για τους ντόπιους κλέφτες. Ήταν αυτοί που δεν υπήρχε πάτρωνας για πάτρωνας που να μην είχαν υπηρετήσει. Αδιαφορούσαν για τους αυτόχθονες ομοίους τους.  Τους έκλεβαν σίγουροι ότι οι Πάτρωνες θα τους προστατέψουν αφού τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούσαν. Στους αυτόχθονες υποστήριζαν ότι εξυπηρετούσαν τη σταθερότητα, ότι τους εξασφάλιζαν την ησυχία τους με αντάλλαγμα την κλοπή του μεγαλύτερου μέρους από το βιος τους. Δεν είχε σημασία που δεν τους άφηναν πολλά νοσοκομεία, που τους περιόριζαν τις δυνατότητες μόρφωσης, που πέθαιναν νωρίς από ασθένειες. Σημασία είχε ότι αν δεν αντιδρούσαν θα ήταν για πάντα ήσυχοι. Από τον τόπο έφυγαν ο Ντέιβιντ και ο Φρανσουά. Το πάνω χέρι το είχε πλέον ο Μπιλ. Πολλοί λέγανε πως αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Άρη και της Ρόζας και της δολοφονίας του κάθε αυτόχθονα που αντιδρούσε στη νέα κατάσταση. Δολοφονία; Όχι βέβαια. Το δίκιο των πουλημένων αυτοχθόνων και του Μπιλ είναι γίνει Νόμος, Τάξη. Άρα δεν ήταν δολοφονίες αλλά δικαστικές εκτελέσεις.  Η πείνα, οι αρρώστιες, η αμορφωσιά δεν συνιστούσαν κριτήρια δικαιοσύνης αλλά η θέληση των καθαρμάτων αυτοχθόνων που είχαν εκπορνευτεί σε κάθε Πάτρωνα, η δική τους κλοπή και καταπίεση υπό τις ευλογίες του Μπιλ ήταν ο Νόμος πλέον. 

  Η Έλλη ένιωθε ότι ξεκινούσαν νέοι ζοφεροί καιροί. Κατανοούσε ότι είχε χρέος προς τον ίδιο της τον εαυτό και προτού διολισθήσει σε νέες καταθλιπτικές καταστάσεις να μαζέψει τα συντρίμμια της, να ανασυγκροτηθεί και να πορευτεί μέσα στα νέα δεδομένα. Τσακίστηκε από το χαμό του Άρη. Επιζητούσε την εκδίκηση για την ταπείνωση, τη μιζέρια, την πείνα που είχε βυθισθεί η ίδια και οι όμοιοί της. Άκουγε πλέον ότι το νέο πανίσχυρο αφεντικό ήταν ο Μπιλ. Αυτόν έπρεπε να αντιπαλέψει. Αλλά πώς; Θυμήθηκε τι είχε πάθει όταν ήρθε σε άμεση επαφή με τους προηγούμενους Πάτρωνές της. Βιάσθηκε. Ατιμάστηκε σωματικά και ψυχολογικά και βγήκε ερείπιο από εκείνες τις προσπάθειες. Παρ' όλα αυτά ήταν αποφασισμένη. Τουλάχιστον τώρα είχε τις πρότερες εμπειρίες της ως οδηγό προκειμένου να μην ταπεινωθεί στο βαθμό που είχε ταπεινωθεί τις προηγούμενες φορές. Έπρεπε να προσεγγίσει τον νέο ισχυρό Πάτρωνα, τον Μπιλ, χωρίς τις υπερβολές και τα λάθη των προηγούμενων προσπαθειών. 

  Η Έλλη δούλευε προκειμένου να ξεχάσει. Προχώρησε σε καινούργιες εφευρέσεις. Δούλευε πολύ σε σημείο παροξυσμού για να μην πεινάσει αλλά και για να μην έχει ανάγκη κανενός την ελεημοσύνη. Ο Μπιλ δεν άργησε να διακρίνει τις ικανότητες της Έλλης. Την τίμησε για τις φιλόδοξες και φιλότιμες προσπάθειες. Έλεγε πως πρέπει να αμείβονται αυτοί που παραμερίζουν το προσωπικό τους βόλεμα προκειμένου  να υπηρετήσουν το γενικό καλό. Να κερδίζουν αυτοί που παραμερίζουν την προσωπική τους ζωή για να προσφέρουν στην ανθρωπότητα μέσα από την ένταση της παραγωγής τους και τη διάθεση των δημιουργικών τους ιδεών στο εμπόριο. Γιατί για τον Μπιλ όλα είναι ένα εμπόριο. Μόνο μέσα στην αγορά πραγματώνεσαι και δείχνεις την αξία σου. Όλα τα άλλα είναι ανούσιοι συναισθηματισμοί.  Οργανώθηκε στον τόπο της Έλλης μία μεγάλη φιέστα προκειμένου να τιμηθούν όλοι αυτοί που με τις πράξεις και τις ιδέες τους προσέφεραν στο γενικό καλό του τόπου και του κόσμου ολόκληρου. Η Έλλη προσκλήθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο. Στο πρόγραμμα διάβασε τα ονόματα των υπόλοιπων συνανθρώπων της που καλέστηκαν προκειμένου να τιμηθούν για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. Οι περισσότεροι από αυτούς, σύμφωνα με το μαζικό σιγοψιθύρισμα των αυτοχθόνων, ήταν δολοφόνοι, βιαστές, οι άγρυπνοι φρουροί του Μπιλ. Αυτή ήταν η μεγαλειώδης προσφορά τους στον τόπο; Να διαλύουν τη φάρα τους για όφελος του Μπιλ; Η Έλλη γιατί να βρίσκονταν εκεί; Στην εκδήλωση κατάλαβε ότι για τον όποιο Μπιλ οι επιστάτες του ήταν απολύτως χρήσιμοι για τη συντήρηση του status quo αλλά επίσης ο Μπιλ είχε ανάγκη τη δημιουργικότητα,  την εργασία και τη φρεσκάδα των νέων ιδεών προκειμένου να προχωρούν παραγωγικά και οι δικές του δουλειές. Κατά συνέπεια η δημιουργικότητα και γενικότερα η δουλειά της Έλλης δεν μπορούσε να μένει μόνο στην Έλλη αλλά να γίνει παγκόσμιο κτήμα ή καλύτερα κτήμα του Μπιλ. Η επιβράβευσή της δεν ήταν παρά το μέσο της υποδούλωσή της στη νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε ο Μπιλ. 

  Η Έλλη είχε αυτό που επεδίωκε, μία γνωριμία με τον Μπιλ. Ο Μπιλ είχε αυτό που ήθελε, ένα δημιουργικό μυαλό, έναν ακάματο εργάτη στις υπηρεσίες του. Η εκδήλωση εκείνη ήταν καθοριστική. Ο Μπιλ πήρε την Έλλη κοντά του. Συνεχώς της έκανε κοπλιμέντα για το μυαλό της, την δημιουργική φαντασία της και τέλος για την όμορφη εμφάνισή της. Η Έλλη είχε γνώση από τα τερτίπια των ισχυρών, ήξερε από τα κοπλιμέντα τους, γνώριζε πως το τέλος οι Πάτρωνες παίρνουν αυτό που θέλουν. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτική, δεν βιαζόταν. Ήθελε να μάθει αν ο Μπιλ ήταν ικανός για αυτά που του καταμαρτυρούσαν, όπως για την εκμετάλλευση των άλλων, για τον αδίστακτο χαρακτήρα του, για την τάση του να κυριαρχεί ή να καταστρέφει ηθικά και φυσικά όποιον του έφερνε αντίρρηση ή ακόμη χειρότερα του αντιστέκονταν.  Η Έλλη συχνά παρέσυρε σε διάλογο τον Μπιλ προσπαθώντας να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια των πράξεών του και του τρόπου που σκέφτονταν. Ο Μπιλ έλεγε ότι ενεργεί για το συμφέρον όλων. Η ανάπτυξη των ικανοτήτων των άλλων δεν ήταν μόνο για το δικό του συμφέρον αλλά για το συμφέρον ολόκληρου το κόσμου. Οι ανισότητες δεν έπρεπε να είναι πολύ μεγάλες γιατί τότε δεν θα υπήρχε κόσμος να καταναλώνει τα προϊόντα του δικού Τόπου. Όλοι θα έπρεπε να αναπτύσσονται. Για παράδειγμα αυτός πουλούσε εργαλεία στη φάρα της και αυτοί πουλούσαν τα προϊόντα τους στο λαό του Μπιλ. Βέβαια ο Μπιλ είχε φροντίσει τα δάνεια της ανεξαρτησίας να τα αγοράσει ο ίδιος προκειμένου η φάρα της να συνεχίσει να είναι ελεγχόμενη. Στον κόσμο του Μπιλ όλοι θα δούλευαν και όλοι θα κατανάλωναν προκειμένου όλος ο κόσμος να μπορεί να ζει ευτυχισμένα. Για τον Μπιλ, το μυστικό της ευτυχίας ήταν η κατανάλωση. Αυτή θα εξαφάνιζε αρρώστιες, πείνα και δυστυχία και θα πρόσφερε ευτυχία γιατί οι καταναλωτές βοηθούσαν την παραγωγή. Στο μεταξύ ο Μπιλ είχε φροντίσει να εξαφανίσει ή να εξορίσει καθένα που αντιμάχονταν τα ιδεώδη του. Εκδίωξε όλους αυτούς τους ηλίθιους που θεωρούσαν ότι στον κόσμο όλα δεν είναι εμπορεύματα και πως υπάρχουν αγαθά και καταστάσεις που δεν εξαγοράζονται αλλά κινούνται εκτός αγοράς. Για να εξασφαλίσει την επικράτηση των ιδεών του στον τόπο της Έλλης ο Μπιλ είχε φροντίσει να ενισχύσει τη δύναμη των προσκυνημένων της φάρας της Έλλης, του Περικλή και της Αθηνάς. Τα κατάφερε μία χαρά. Εκμηδένισε κάθε αντίλογο και κάθε πιθανή εστία αντίστασης με τη βοήθεια του αυταρχισμού των τιποτένιων της φάρας της Έλλης. 

  Η Έλλη άρχισε να κερδίζει σημαντικά ποσά από τις εφευρέσεις της και την επιστημονική της δουλειά. Ο λαός του Μπιλ εξαγόραζε τα σχέδιά της βελτιώνοντας τη δική του παραγωγή στην υψηλή τεχνολογία. Άρχισε να ντύνεται με ακριβά ρούχα, να αποκτά ακριβά μέσα φτιασιδώματος και να συχνάζει σε μέρη ακριβά, μέρη που μέχρι πριν λίγο καιρό της φαινόταν αδιανόητο ότι θα πατούσε. Στο μεταξύ γνώριζε διάφορους ασήμαντους ανθρώπους της φάρας της, μικρούς, μισοϊκανούς, μισοανίκανους, φαφλατάδες, ανέραστους και υποτακτικούς. Με τον Μπιλ βρέθηκε στο κρεβάτι. Δεν κατάλαβε αν αυτό έγινε γιατί της άρεσε ή γιατί της το επέβαλε με έναν έμμεσο και πλάγιο τρόπο ο ίδιος ο Μπιλ. Το σίγουρο ήταν ότι ήταν και ο δικός της κατακτητής. Ρεαλιστής, στοχοπροσηλωμένος, μελετώντας τις λεπτομέρειες ο Μπιλ δεν άφηνε το μυαλό του να πετά μακρυά. Έτσι ήταν και στο κρεβάτι. Χρησιμοποιούσε επιδέξια τα χέρια του στο κορμί της Έλλης, φιλούσε με περίσσεια τεχνική και πρόσεχε ιδιαίτερα τον οργασμό της όχι γιατί πραγματικά ενδιαφέρονταν για αυτήν αλλά γιατί έτσι επιβεβαίωνε τον ανδρισμό του.  Μία ικανοποιημένη γυναίκα τόνωνε τον εγωισμό του και συντελούσε στην αύξηση της δικής του ηδονής. Η Έλλη είχε το μηχανικό οργασμό που της αντιστοιχούσε με τα σταθμά του Μπιλ. Ποτέ δεν είχε την βαθειά αίσθηση της ολοκλήρωσης που ελάχιστοι άντρες στη ζωή της την προσέφεραν. Κυλούσαν τα χρόνια. Για τον Μπιλ ακουγόταν διάφορα. Τόποι που προσπάθησαν να ξεφύγουν από την επιρροή της δύναμής του δεινοπάθησαν. Άνθρωποι δολοφονήθηκαν, παραγωγές καταστράφηκαν, η φύση διαλύθηκε. Ο μεγάλος του ανταγωνιστής ήταν ο Ιβάν. Ο Ιβάν είχε ισχυροποιήσει τις θέσεις του σε πολλές περιοχές του πλανήτη και ο Μπιλ όφειλε να τον υπολογίζει σαν τον πλέον θανάσιμο εχθρό του. Για το λόγο αυτό συμμάχησε με τους παλιούς Πάτρωνες, τους βοήθησε στην ανάπτυξή τους με αντάλλαγμα την υποταγή τους. Πιστός στην αρχή "να αναπτύσσονται όλοι για να έχω να πουλάω", άφηνε χώρο ανάπτυξης και στους άλλους πρώην ισχυρούς. Ταυτόχρονα υπήρξε αδυσώπητος με αυτούς που του προέβαλλαν αντιρρήσεις ή ακόμη χειρότερο αντιστάσεις. Αναπτύσσονταν οι ισχυροί πεινούσαν οι υποτελείς. Όταν μιλούσε για ισότητα στην ανάπτυξη αναφέρονταν στην ανάπτυξη των ισχυρών. Ο Ιβάν ασκούσε άγρια γοητεία στους καταπονημένους και τους φτωχούς γιατί μιλούσε για κοινωνική ισότητα. Ο Μπιλ αύξησε τον ανταγωνισμό μαζί προκειμένου να του γονατίσει την παραγωγική ικανότητα και στο τέλος τα κατάφερε. Ο Μπιλ έμεινε ο μόνος επικυρίαρχος του κόσμου. Οι σύμμαχοί του είχαν ισχυροποιηθεί και αυτοί αρκετά. Το απρόσμενο στοιχείο υπήρξε η ισχυροποίηση του τόπου του Φριτς. Ο Μπιλ μπροστά στον κοινό εχθρό, τον Ιβάν, συμμάχησε με τον Φριτς προσφέροντας του χρήμα και τεχνογνωσία για να αναπτυχθεί. 

  Σε αυτούς τους ρυθμούς των γεγονότων ζούσε και ο τόπος της Έλλης. Όσες φορές ανέβαινε ο κοινωνικός θυμός ή εκφραζόταν παράπονο από τους αυτόχθονες για την πολιτική του Μπιλ τότε ο τελευταίος έβρισκε τον τρόπο να επιβάλλει τους δικούς του ανθρώπους και να επαναφέρει τον τόπο στην τάξη δηλαδή επαναεπιβεβαίωνε τη σφαίρα επιρροής του. Διάφορα άξεστα, απολίτιστα και ανιστόρητα ανδρείκελα, πήραν τα χαλινάρια του τόπου βασιζόμενα στις πλάτες του Μπιλ. Με την πτώση της επιρροής του Ιβάν ο κόσμος του Μπιλ και των άλλων Πατρόνων  των τόπων του Ντέιβιντ, του Φρανσουά και του Φριτς θεώρησαν ότι πλέον δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλοι την ίδια καταναλωτική ισχύ ούτε και τις ίδιες ευκαιρίες στη γνώση και την υγεία. Εξέλιπε πλέον ο αντίπαλος για να έχουν οι άρχοντες του κόσμου ανάγκη την ανάπτυξη και την προκοπή ολόκληρου του πόπολου.  Η Έλλη όλο αυτό το διάστημα θεώρησε  ότι το σωστό είναι να οργανώνονται όλα με το πρότυπο της επιχείρησης. Αγνοούσε ότι η επιχείρηση, σε αντίθεση με ένα συνεταιρισμό, είχε επάνω αφέντη και ότι οι από κάτω θα ζούσαν καλά μόνο στο μέτρο και το βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του αφεντικού. Με την πτώση του Ιβάν οι αυτόχθονες  χωρίς την εξαίρεση της Έλλης  πιέστηκαν σημαντικά. Ο Μπιλ άρχισε να αποσύρεται από την άμεση επιτήρηση ορισμένων τόπων. Ανάμεσα από τους τόπους που αποσύρθηκε ήταν και αυτός της Έλλης. Ο τόπος του Φριτς ισχυροποιήθηκε και πάλι σε τέτοιο βαθμό που ξεπέρασε σε δύναμη τον τόπο του Ντέιβιντ και του Φρανσουά. Στους τόπους αυτούς νέα πρόσωπα ανέλαβαν τα ηνία. Στον τόπο του Φριτς  ήταν η Μαρκέλλα Έγκελ. Ένα πρόσωπο αδυσώπητο, χωρίς έλεος με περιορισμένες γνώσεις, ανέραστο αλλά έτοιμο να κατασπαράξει τόπους, όχι με τη δύναμη του πυρός, το είχε μάθει καλά το μάθημα από τον ηττημένο Φριτς που τον διαδέχτηκε, αλλά με τη δύναμη της οικονομικής ισχύος. Πρέσβευε την επικράτηση των ισχυρών ως ένδειξη θεϊκής εύνοιας και στο τσαλαπάτημα των ανίσχυρων ως σημάδι ενός προπατορικού αμαρτήματος για το οποίο οι καταφρονεμένοι δεν ξεπλήρωσαν το λογαριασμό τους. Και η Έγκελ θεωρούσε ότι οι τόποι διοικούνται όπως οι επιχειρήσεις. Οι αδύναμοι τόποι δεν μπορούσαν παρά να γίνουν υποκαταστήματα της δικής τους κύριας επιχείρησης. 

  Οι αυτόχθονες δεν κατανόησαν τις αλλαγές που έρχονταν με το πέρασμα του χρόνου, το ίδιο και η Έλλη. Πίστεψαν στο μύθο της τέλεια οργανωμένης επιχείρησης. Βούτηξαν το κεφάλι τους στο μύθο της αναποτελεσματικότητας του τόπου τους γιατί δήθεν δεν δούλευε  ο τόπος ρολόι ως επιχείρηση. Δεν κατανόησαν ότι αυτό δεν ήταν παρά στάχτη στα μάτια. Θεώρησαν ότι η ανοργανωσιά τους, η τεμπελιά και ο ύπουλος μεσογειακός χαρακτήρας τους εμπόδιζε να κατακτήσουν την βόρεια τελειότητα. Παρόλο που διάβαζαν και άκουγαν ότι ζούσαν σε ένα τόπο που ο χρόνος εργασίας ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλο τόπο πίστεψαν στο μύθο της μακαριότητας που τους επέβαλλαν.  Η Μαρκέλλα Έγκελ, διάδοχος των δανειστών του τόπου της Έλλης, τους ζητούσε να αποπληρώσουν τα προπατορικά δάνεια της ανεξαρτησίας τους. Όσο οι αυτόχθονες δεν τα κατάφερναν τόσο περισσότερο τόκους επέβαλλαν και τόσο περισσότερες εισφορές ζητούσαν ως εγγύηση των προαιώνιων δανείων. Οι αυτόχθονες και η Έλλη θεωρούσαν ότι έφταιγε η αδυναμία τους να αγγίξουν το πρότυπο της καλοκουρδισμένης επιχείρησης. Δεν κατανόησαν ότι όσο πιο επιτυχημένη είναι μία επιχείρηση τόσο περισσότερα ήταν και τα πτώματα που άφηνε στο διάβα της. Δεν διείδαν ότι στη δική τους περίπτωση τα μόνα πτώματα που μπορούσαν να αφήσουν πίσω ήταν τα δικά τους πτώματα. Οι αυτόχθονες έχοντας αγγίξει την αποχαυνωτική ατμόσφαιρα της ασύδοτης κατανάλωσης δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή οφειλόταν όχι στο δικό τους στρεβλό χαρακτήρα άλλα στις ανάγκες των Πατρώνων να αναπτυχθούν πουλώντας τους τη σαβούρα και παίρνοντάς τους ότι πολυτιμότερο είχε ο τόπος τους και κυρίως τη γνώση των νέων και τα φυσικά χαρίσματα του τόπου.   Η Έλλη χρόνια επηρεασμένη από τη λογική του Μπιλ πάσχιζε όλο και περισσότερο να οργανωθεί ο τόπος της ως η τέλεια επιχείρηση χωρίς οίκτο στους αδύναμους και σ' αυτούς που τους έλλειπαν τα κοινωνικά, οικονομικά και φυσικά χαρίσματα. Οι Πάτρωνες έβαζαν νέους στόχους, δύσκολα επιτεύξιμους και οι αυτόχθονες δεν τους έπιαναν. Και όσο δεν τους έπιαναν τόσο μεγάλωναν οι ποινές. Και όσο μεγάλωναν οι οικονομικές ποινές τόσο περισσότερα δάνεια τους έδιναν προκειμένου να ξεπληρώνουν τις ποινές. Καμία φορά τους "κούρευαν" τα δάνεια για να συνεχίζουν να πληρώνουν τις ποινές. Το εμπόριο στον τόπο της Έλλης διαλύθηκε. Πίστεψαν ότι δε χρειάζεται το εσωτερικό εμπόριο, αρκούσε η πώληση προς τα έξω για να ορθοποδήσουν και αυτή δεν ερχόταν στο βαθμό που θέλαν. Και όταν δεν ερχόταν, το διαλυμένο εσωτερικό του τόπου δεν επαρκούσε για τη συντήρηση της ανάπτυξης. Η Έλλη δεν το έβαλε κάτω, βρήκε την τέλεια φόρμουλα  για την ανάπτυξη των παραγωγικών πηγών του τόπου της. Θεώρησε ότι αυτό θα έδινε ανάσα στη φάρα της αρκεί αυτή να πειστεί να δουλέψει πολύ και έντονα στη νέα επιχείρηση που ονειρεύονταν. Χρειάζονταν ένας νέος που θα αφύπνιζε τις συνειδήσεις των κουρασμένων αυτοχθόνων. Θεώρησε πως ο νέος αυτός ήταν ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, γόνος παλιάς οικογένειας που συμμετείχε στην  διακυβέρνηση του τόπου.  Πράγματι ο Ανδρέας Παπαγεωργίου μίλησε για τη νέα περηφάνια που πρέπει να διακατέχει τον τόπο, για τον πλούτο του τόπου, για την ισότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει τους αυτόχθονες, για τη δικαιοσύνη που τους αρμόζει. Μίλησε, δεν θα το έλεγε κανείς μέσα από πύρινους λόγους, αφού Ο Παπαγεωργίου σε καμία περίπτωση δεν είχε το χάρισμα της λαϊκής πλάνης που είχαν οι πρόγονοι του, για μία νέα εποχή που μπορούσε να ξεκινήσει, για μία νέα αλλαγή του τόπου. Η Έλλη τον στήριξε με όλες της τις δυνάμεις και τελικά ο Παπαγεωργίου επιβλήθηκε στην εξουσία. Ο Μπιλ, αν και εξωτερικός κατακτητής επιβλήθηκε στη φάρα της Έλλης όχι μόνο με τη δύναμή αλλά και με την πειθώ του οράματός του. Άσχετα αν οι αυτόχθονες δεν κατάλαβαν ότι το όραμά του δεν μπορούσε να είναι το όραμα του δικού τους τόπου. Ο Φρανσουά και ο Ντέιβιντ θεωρήθηκαν σύμμαχοι γιατί μίλησαν για βοήθεια και ισότιμη συνεργασία με τον αδερφό τόπο, άσχετα αν κατά βάθος πάντα περιφρονούσαν τους αυτόχθονες. Ο Φριτς έπεισε με την οργανοτικότητά του. Ο Παπαγεωργίου έπεισε απλά και μόνο λόγω των συγκυριών. Ξεστόμισε αυτό που ήθελαν να ακούσουν οι περισσότεροι αυτόχθονες ότι δηλαδή, υπάρχει ελπίδα χωρίς να την προσδιορίζει. Σαγήνευσε ως εν δυνάμει Σωτήρας. Ένας από τους πολλούς που ανέδειξε αυτός ο τόπος και που τελικά τον παράτησαν στη μοίρα του. 


Τα γκρεμισμένα προσωπεία των "σωτήρων"

  Δεν είναι λίγο σε στιγμές κοινωνικής απελπισίας, έλλειψης συλλογικού προσανατολισμού και αδυναμίας λόγω πρότερης καταναλωτικής αποχαύνωσης να σου υπόσχονται ότι λύσεις υπάρχουν. Σου διαφεύγει ότι δεν σου προτείνουν τίποτα συγκεκριμένο σου αρκεί το εμπόριο ελπίδας που σου γίνεται. Και στη δεδομένη ιστορική στιγμή ο Ανδρέας Παπαγεωργίου πούλησε  στους αυτόχθονες αυτό που χρειαζόταν, ελπίδα για μία συνέχεια της αποχαύνωσης βάζοντας τέρμα στην πτώση, την ηθική, την κοινωνική, την πολιτική και την ατομική. Η Έλλη ήταν βαθιά πεπεισμένη ότι ένας τόπος πρέπει να είναι επιχείρηση για να προχωρήσει. Δεν της έλλειπε παρά ένας επιχειρηματίας - σωτήρας. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου δεν είχε κανένα δισταγμό να της πουλήσει αυτό το όνειρο. Εξάλλου ο Παπαγεωργίου από γεννησιμιού του ανατράφηκε για να εξουσιάζει αλλά χωρίς να ξέρει την κατεύθυνση. Του αρκούσε που η μαμά πίστευε σε αυτόν και τον προωθούσε. 


  Η Έλλη δούλευε ενθουσιασμένη πλέον όχι για τον τόπο της αλλά για κάτι καλύτερο για την Επιχείρηση, τον πρώην Τόπο της. Ο Παπαγεωργίου την ενθάρρυνε, ή τουλάχιστον ποτέ δεν έλεγε όχι στα σχέδιά της, στα όνειρά της. Έτσι θα αυξήσουμε την παραγωγή, μ' αυτόν τον τρόπο θα διαπραγματευτούμε, να οι διαδικασίες αποπληρωμής των δανείων, ορίστε ο τρόπος που θα προσφέρονται καθολικές παροχές υγείας, παιδείας στους αυτόχθονες, πολίτες, υπηκόους ή εργάτες της επιχείρησης. Ο Παπαγεωργίου συγκατάνευε και με τα ίδια λόγια, αλλά όχι με την ίδια ζέση, πουλούσε το πακέτο ελπίδας στους πολίτες, υπηκόους ή εργάτες της Επιχείρησης ή του Τόπου. Δουλεύουμε για να μπορούμε να ζούμε, να ερωτευόμαστε, να ζούμε τις περιπέτειές μας και δε ζούμε για να γινόμαστε δούλοι της εργασίας. Τα υιοθετούσε όλα ο Παπαγεωργίου. Η Έλλη είχε μερικές φορές την αίσθηση ότι ο Ανδρέας Παπαγεωργίου δεν ήταν παρά μία πλαστελίνη που έπαιρνε το σχήμα που ήθελαν οι άλλοι να της δώσουν.  Στο κρεβάτι ο Παπαγεωργίου λειτουργούσε με ανάλογο τρόπο. Κατεύθυνε το στόμα, τα χέρια του και το  κορμί του σε σημεία και με τρόπους που η Έλλη επιθυμούσε. Του περιέγραφε αυτό που θέλει και αυτός το έκανε. Της χάιδευε απαλά το στήθος με τον τρόπο που του υποδείκνυε, γινόταν βίαιος όταν η ίδια το απαιτούσε, εφάρμοζε τεχνικές οργασμού που η ίδια υποδείκνυε, έκανε όλα τα παιχνίδια στο κορμί της που η ίδια ονειρευόταν. Ποτέ μα ποτέ δεν έκανε τίποτε μόνος του. Λες και είχε ανάγκη ένα σχέδιο να λειτουργήσει στον έρωτα μόνο που δεν το σχεδίαζε ο ίδιος αλλά το έπαιρνε έτοιμο από το στόμα της Έλλης Ελληνιάδου και από τις στάσεις του κορμιού της. Ήταν η πλαστελίνη του έρωτά της ή μήπως ένας δονητής που τον χειρίζονταν επιδέξια; Αλήθεια πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ένας δονητής;

  Στο λογιστήριο του τόπου, της Επιχείρησης πλέον, η Έλλη παρατηρούσε περίεργες κινήσεις. Κάτι σκοτεινοί αυτόχθονες έπαιζαν με το ρευστό τις επιχείρησης, τις μετοχές της στον Η/Υ, τα CDS, τα repos, τα σύνθετα παράγωγα χωρίς να πολυνοιάζονται για τους χρόνους εργασίας που είχαν αυξηθεί δραματικά ή την παραγωγή που φαίνεται πως ακόμη δεν είχε κανένα σχέδιο, σίγουρα όχι το σχέδιο που οραματιζόταν η Έλλη Ελληνιάδου. Στη συνέχεια παρατήρησε ξένα προς την επιχείρηση άτομα, από τον τόπο της Μαρκέλλας Έγκελ να εγκαθίσταται σε κρίσιμους τομείς της Επιχείρησης και να έχουν πρόσβαση σε κάθε ευαίσθητο δεδομένο της. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου την καθησύχαζε. Είναι φίλοι, της έλεγε. Ήρθαν να βοηθήσουν. Εξάλλου μας νοιάζονται γιατί θέλουν πρώτοι αυτοί να τους εξοφλήσουμε τα προϊστορικά δάνεια της απελευθέρωσης. Η Έλλη συχνά αναρωτιόταν πως ένας τέτοιος τόπος, με ορυκτό πλούτο, με μορφωμένα μυαλά, με φυσική ομορφιά που όλοι ήθελαν να τον επισκεφτούν, με ανθρώπους που είχαν καταρρίψει κάθε παγκόσμιο ρεκόρ εργασίας (παρ' όλο που με άθλιο και ψευδή τρόπο επικρατούσε η αντίθετη άποψη της τεμπελιάς και του ραχατιού για αυτούς και αυτοί οι ηλίθιοι το έχαφταν αμάσητο το παραμύθι) είχε πάνω από την πλάτη του από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας τόσα τεράστια δάνεια. Κάποιος δαίμονας έβαζε το χέρι του ή μήπως κάποιος απατεώνας; Η Έλλη Ελληνιάδου μόλις συνειδητοποίησε ότι αυτό το πήγαινε - έλα των ξένων και των ντόπιων ρουφιάνων είχε γίνει μόνιμο αισθάνθηκε ότι σχέδια προδοσίας εξυφαίνονταν κάπου παρασκηνιακά. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου και πάλι την καθησύχαζε. Όλοι αυτοί ήταν εκεί για να βοηθήσουν. Της υπενθύμισε ότι η ίδια ισχυριζόταν πως είναι απαραίτητο  να ορισθούν διαδικασίες μέσα στην Επιχείρηση, να μπουν μετρήσιμοι στόχοι, να αμείβεται ο καθείς ανάλογα με αυτό που προσφέρει, να υπάρχουν μετρήσεις για όλα. Η Έλλη Ελληνιάδου αντέτεινε ότι αυτό που επιθυμούσε είναι να εκσυγχρονισθεί η Επιχείρηση για το καλό όλων και όχι για το καλό των παρασίτων που ζουν από τη δουλειά των άλλων. Βαριά λέξη ο εκσυγχρονισμός, ο καθένας την ερμήνευε κατά το δοκούν και είναι βαριά γιατί άνετα μπορεί να μετατραπεί σε μέσο εκμετάλλευσης και μόνιμης υποταγής σε άνομα ή ξένα συμφέροντα. "Αυτό θα γίνει" της έλεγε ο Παπαγεωργίου, "θα εκσυγχρονίσω την επιχείρηση και φέρνω αυτούς που ξέρουν  να το κάνουν καλύτερα προκειμένου να μας το διδάξουν. Για να εφαρμοστεί ο εκσυγχρονισμός πρέπει να μάθουν για μας, να δουν τα στοιχεία μας να εκτιμήσουν το μέγεθος του πλούτου και των ικανοτήτων μας". "Μα έχουμε δικά μας λαμπερά μυαλά που μπορούν να το κάνουν καλύτερα από όλους. Μυαλά που μεγάλωσαν μέσα στα σπλάχνα της επιχείρησης και την αγαπούν", του αντέτεινε η Έλλη. "Δεν τους εμπιστεύομαι" έλεγε ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, "είναι όλοι τους διεφθαρμένοι".

  Η Έλλη Ελληνιάδου συνέχισε την σκληρή δουλειά της και στο τέλος κατάφερε να τελειοποιήσει το σχέδιο του μέσου παραγωγής που θα αύξανε την παραγωγή στην Επιχείρηση, θα αναδείκνυε τα προσόντα των εργαζομένων και θα εκμεταλλευόταν τον πλούτο του τόπου της ή μάλλον της επιχείρησής της. Όλα αυτά με τις δικές τους δυνάμεις χωρίς την παρέμβαση ξένων παρείσακτων. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου αμέσως ζήτησε τις λεπτομέρειες του τελικού σχεδίου και μόλις βεβαιώθηκε για την αρτιότητα του πρότζεκτ της Έλλης, της πρότεινε συνάντηση με τους ανθρώπους της Μαρκέλλας Έγκελ. Η Έλλη αντέδρασε. Της φαινόταν αδιανόητη η συνάντηση αυτή. Είναι σαν να προδίδεις στον εχθρό τις μυστικές σου δυνάμεις, σαν να παραδίνεις τα όπλα που λες ότι θα χρησιμοποιήσεις για να επιβιώσεις. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου κοκκίνισε από θυμό. Ήταν πρώτη φορά που τον έβλεπε έτσι η Έλλη. Συνήθως θύμωνε όταν έχανε στο ηλεκτρονικό παιχνίδι της ταμπλέτας του ή όταν δυσκολευόταν να ανέβει τους δύσκολους χωμάτινους δρόμους με το τελευταίας τεχνολογίας mountain bike του. Τότε θύμωνε ή αποκαρδιωνόταν σαν μικρό παιδί. Τώρα όμως γιατί; Γιατί δεν καταλάβαινε το αυτονόητο; Ήταν ανωριμότητα; έλλειψη κοινής λογικής; αφόρητος παιδισμός; ή κάτι άλλο πολύ χειρότερο; Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου σταμάτησε μπρος στην άρνηση της Έλλης. 


  Το επόμενο της συνάντησης, με τον Ανδρέα Παπαγεωργίου, πρωινό η Έλλη Ελληνιάδου έμαθε τα κακά μαντάτα. Τα επιτόκια των δανείων της Επιχείρησης, του τόπου της, σκαρφάλωναν σαν τρελά. Η επιχείρηση είχε καταστεί αναξιόπιστη. Σταμάτησε η εμπορία των προϊόντων της. Οι ξένοι οίκοι προειδοποιούσαν ότι η επιχείρηση της Έλλης, ο τόπος της, είχε μετατραπεί σε χαβούζα τοξικών παραγώγων κανένας δεν έπρεπε να τη δανείζει ή να αγοράζει τα προϊόντα της. Οι αυτόχθονες περιγράφονταν περίπου ως λεπροί, φέροντες το προπατορικό αμάρτημα. Περπατούσε στο δρόμο και έβλεπε σαστισμένο κόσμο. Πίστευαν και οι ίδιοι πως είναι λεπροί και πως η θεία δίκη τους επέβαλε την τιμωρία που τους άρμοζε. Έτρεξε γρήγορα προς την έδρα της επιχείρησης. Ανέβηκε ανυπόμονα τα σκαλιά. Είδε ανοιχτή την πόρτα του λογιστηρίου. Μέσα στο λογιστήριο όλα ήταν ακατάστατα. Χαρτιά πεταμένα παντού υπολογιστές και laptop ανοικτά. Σε κάθε τερματικό υπήρχαν ανοιγμένα ηλεκτρονικά αρχεία με υπερευαίσθητα δεδομένα της επιχείρησης, δεδομένα πωλήσεων, μετοχών, αποθεματικού, εγκαταστάσεων άυλων αξιών, παγίων, όλα ανοιχτά και γνωστά στους εχθρούς. Ποιο κάθαρμα κατεύθυνε αυτό το οργανωμένο έγκλημα; Έτρεξε προς το σχεδιαστήριο της παραγωγής. Υπήρχαν ενδείξεις παραβίασης. Ευτυχώς που η Έλλη δεν άφησε εκεί τα σχέδια της φόρμουλάς της. Τα είχε ασφαλίσει σε ένα μυστικό κρύπτη στο σπίτι της μη γνωρίζοντας γιατί αλλά ένιωθε ότι ήταν απροστάτευτα στην έδρα της επιχείρησης. 

  Τηλεφώνησε από το κινητό της στο iphone του Ανδρέα Παπαγεωργίου. Τι γίνεται; Ποιος ξεκίνησε αυτήν την καταστροφική διαδικασία; "Αυτά συμβαίνουν στον κόσμο των επιχειρήσεων Έλλη", ήταν η απάντηση του Παπαγεωργίου. "Τη μια στιγμή είσαι ψηλά και την άλλη γκρεμίζεσαι. Τώρα ένα πράγμα πρέπει να σκεφτούμε. Τη σωτηρία της Επιχείρησης. Τη μισή λύση την κρατάς εσύ και την υπόλοιπη εγώ Έλλη", της είπε ο Παπαγεωργίου.  "Τι εννοείς;" "Τα σχέδιά σου είναι πολύτιμα. Να επιδιώξουμε συνάντηση με τη Μαρκέλα Έγκελ ή τους ανθρώπους της. Να αξιολογήσει τα σχέδια σου και ανάλογα να βοηθήσουν την Επιχείρησή μας". "Αδύνατο", απάντησε η Έλλη. "Αυτά τα σχέδια είναι η σωτηρία μας. Τα σχέδια μου μπορούν να ξαναστήσουν την Επιχείρηση στα πόδια της". "Μην είσαι αφελής Έλλη. Περπάτησες στους δρόμους. Είδες ανθρώπους που πιστεύουν ότι είναι λεπροί και διεφθαρμένοι. Πιστεύεις ότι έχουν κουράγιο να στήσουν ξανά την επιχείρηση στα πόδια της; Αποκλείεται". "Αν πιστέψουμε στη λύση και τους πείσουμε για τίποτα δεν είναι αργά" ανταπάντησε η Έλλη. "Εξάλλου το ξέρεις και το ξέρω ότι ούτε λεπροί είναι ούτε διεφθαρμένοι. Αγνοί αλλά παραπλανημένοι είναι". "Μου είναι αδιάφορο τι σκατά είναι στην πραγματικότητα", είπε ο Ανδρέας Παπαγεωργίου. "Το θέμα είναι ότι αυτό πιστεύουν. Και αφού το πιστεύουν τότε και λεπροί είναι και ανίκανοι είναι και διεφθαρμένοι. Μη γίνεσαι παιδί.  Είναι χαμένοι από χέρι. Ας τους απαλύνουμε τον πόνο ή τουλάχιστον ας κάνουμε λιγότερο ανώδυνο το θάνατό τους". "Λοιπόν στις 8 το απόγευμα στο γραφείο μου στον έβδομο όροφο θα έχουμε εσύ και εγώ συνάντηση με τους ανθρώπους της Μαρκέλλας Έγκελ. Να είσαι εκεί". Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Ανδρέα Παπαγεωργίου. Ήταν αφελής; Πουλημένος; Τελικά είναι πλαστελίνη; Μόνο που δεν πλάθεται στα δικά της χέρια όπως πίστευε αλλά στα χέρια τρίτων και μάλιστα των πιο βρομερών υποκειμένων, όργανο των πιο σκοτεινών συμφερόντων; Έπρεπε να προσέχει. Θυμήθηκε ότι όσες φορές του έκανε αστεία με τις σεξουαλικές επιδόσεις στο κρεβάτι από εύπλαστο υλικό στα χέρια της, από βολικός δονητής, μετατρέπονταν σε στυγνό σαδιστή. Θυμήθηκε πως την είχε σοδομίσει χωρίς να το θέλει η ίδια. Ήταν η μόνη πρωτοβουλία που είχε πάρει ο Ανδρέας Παπαγεωργίου Το έκανε για ευχαρίστηση του πόνου. Του δικού της πόνου. Θα πήγαινε στη συνάντηση. 

  Στη συνάντηση, εκτός από τον Ανδρέα Παπαγεωργίου, βρίσκονταν ο Σόιμ Βόλφ, ο Βίλφριντ Γκουζέν και ο Ίργιο Καντάιν. Το θέμα τέθηκε ωμά. Ή δίνετε τη φόρμουλα ή ο τόπος της Έλλης, του Περικλή και της Αθηνάς θα πνιγεί στα χρέη βιώνοντας μία απροσμέτρητη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Το αντίτιμο για τους Πάτρωνες θα είναι η μείωση του όγκου των δανεικών, η υποτιθέμενη δική τους χασούρα, αλλά με παράλληλη αύξηση του επιτοκίου. "Μ' αυτό είναι αργός θάνατος για τον τόπο μου" αντέτεινε η Έλλη. "Ζητάτε να μειωθούν οι υποδομές των αυτοχθόνων, να αυξήσουν την ένταση της εργασίας τους και ταυτόχρονα θα γίνονται λιγότερο παραγωγικοί. Η έλλειψη χρηματοδότησης για την κατασκευή υποδομών σημαίνει αργή δολοφονία ενώ η στέρηση των καινοτόμων διαδικασιών παραγωγής θα τους οδηγήσει στην ασφυξία μία ώρα αρχύτερα". Οι εκπρόσωποι των Πατρόνων ούτε καν συνάντησαν το βλέμμα της Έλλης. Το βλέμμα τους είχε στοχεύσει στις κινήσεις του Παπαγεωργίου με την άρρητη απαίτηση να συνετίσουν το αυθάδες θηλυκό. Ο Παπαγεωργίου αντέτεινε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ότι ο κόσμος έχει ήδη προεξοφλήσει τις κινήσεις των Πατρόνων και πως τους έχει γίνει η συνήθης πλύση εγκεφάλου περί μονοδρόμου στις επιλογές. Δηλαδή, οι αυτόχθονες πείστηκαν για την αναγκαιότητα της υποταγής στις απαιτήσεις των Πατρόνων. Ο αυτοοικτιρμός τους  δεν θα τους επέτρεπε να παρέμβουν πιο δυναμικά στο παιχνίδι της όποιας σωτηρίας τους. Η Έλλη επέμεινε στην παραχώρηση τουλάχιστον μίας μορφής χρηματοδότησης προκειμένου να συντηρηθούν οι παραγωγικές υποδομές. Μία διαπραγματευτική απαίτηση λογική κατά την άποψη της, τη στιγμή που οι Πάτρωνες ουσιαστικά έκλεβαν από τον τόπο της Έλλης το πιο αξιόλογο κομμάτι, τη νοημοσύνη και τα ευεργετήματά της όταν αυτή παίρνει τη μορφή υλοποιήσιμων εφαρμογών. Οι Πάτρωνες συνέχισαν με την ίδια τάση υποτίμησης προς την Έλλη και την σιωπηρή απαίτηση από τον Ανδρέα Παπαγεωργίου, για συνετισμό της ανάγωγης . Ο Παπαγεωργίου τους χαιρέτησε λέγοντας τους ότι το απόγευμα της επόμενης ημέρας η Μαρκέλλα Έγκελ  θα έπρεπε να είναι σίγουρη για τις παραχωρήσεις που ζητούσε. 

  Η Έλλη ένιωσε ως το μεδούλι την ένταση της οργής της μετά τη συνειδητοποίηση από μέρους της ότι ο άνδρας που πλασαρίστηκε ως σωτήρας του τόπου  δεν ήταν παρά ένα πουλημένο, ανήθικο παλιοτόμαρο, όργανο των πιο αδίστακτων συμφερόντων που θα έθαβαν για δεκαετίες τον τόπο της. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου σηκώθηκε από το γραφείο του, πλησίασε την Έλλη και της κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο μάγουλό της."Το να με ταπεινώνεις δεν συνιστά επιλογή. Αντίθετα θα σου δημιουργήσει τεράστια προβλήματα Έλλη". "Μα δολοφονείς έναν ολόκληρο τόπο". "Ο τόπος δεν δολοφονείται αυτοκτόνησε από τη στιγμή που παραιτήθηκε από την υποχρέωσή του να αγωνίζεται. Αν δεν ήμουν εγώ θα ήταν κάποιος άλλος. Εγώ τους σώζω από τα χειρότερα. Τουλάχιστον τους προσφέρω παράταση ζωής. Εσύ μη ξεχνάς τα ρούχα, τις πιστωτικές και τα δάνεια που σου προσφέρθηκαν προκειμένου να έχεις την αίσθηση της άνετης ζωής. Κάρτες έχεις, δάνεια σου παραχωρήθηκαν. Η ζωή σου είναι δανεική δεν σου ανήκει. Αν θέλεις να συνεχίσεις να έχεις κάτι από όλα αυτά απλώς με ακολουθείς αλλιώς σε διαλύω. Ή μήπως πιστεύεις ότι έχεις δυνατότητες επιλογής; Αυτή τη στιγμή οι μπράβοι μου κάνουν άνω κάτω τα μέρη που ζεις και κυκλοφορείς. Η φόρμουλα δε θα σου ανήκει. Δε σου άνηκε ποτέ. Ότι είσαι ότι έχεις κάνει μου ανήκει. Είσαι μία βρομερή πόρνη και έτσι θα παραμείνεις για μένα". "Αύριο θα είσαι εκεί. Όχι γιατί σε έχω ανάγκη. Την φόρμουλα θα την έχω. Θα είσαι εκεί για να γίνει κατανοητό σε όλους ότι σε ελέγχω. Μα πιο πολύ για να συνηθίσεις στην ιδέα ότι είσαι ένα τίποτα αν δεν με ακολουθήσεις".

  Την επόμενη βρέθηκαν στο restaurant του El Greco. Το ξενοδοχείο σύμβολο της κυριαρχίας των παρασίτων του τόπου της Έλλης. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου παρέδωσε τη φόρμουλα στην Μαρκέλα Έγκελ με τυπική αμοιβή των 50% των μελλοντικών κερδών που θα αποκτήσει η συμμορία της Έγκελ από τη χρήση της φόρμουλας. Φυσικά το 50% της αμοιβής θα το παρακρατούσε και αυτό η συμμορία της Μαρκέλας Έγκελ προκειμένου να αποπληρωθεί μέρος των προπατορικών δανείων. Η Έλλη Ελληνιάδου προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή της μίλησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ζητώντας από το σινάφι της Έγκελ να χρηματοδοτήσει τουλάχιστον παραγωγικές δραστηριότητες στον τόπο της ως αντάλλαγμα των πολύτιμων σχεδίων που τους παραδόθηκαν. Αν όχι αυτό ζητήσε τουλάχιστον να διαγραφούν διαπαντός οι παράλογες δανειακές απαιτήσεις από τον τόπο της. Η Μαρκέλα Έγκελ μειδίασε υποτιμητικά ενώ κατεύθυνε ένα έντονο βλέμμα στον Ανδρέα Παπαγεωργίου με την προφανή απαίτησή της να ελέγξει τη θρασύτητα και να τιμωρήσει την ασέβεια της Έλλης. Η συνάντηση τελείωσε εκεί. Η Έλλη κινήθηκε προς την έξοδο αλλά με ένα νεύμα του Ανδρέα Παπαγεωργίου οι μπράβοι του την οδήγησαν πίσω σε αυτόν. Την έπιασε δυνατά από το μπράτσο και την έβαλε στην ανελκυστήρα του ξενοδοχείου. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα. Στη συνέχεια ακολούθησε η κακοποίηση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. 


Οι άλλοι "σωτήρες

  Η Έλλη θυμήθηκε όλη την αλληλουχία των γεγονότων που την έφεραν σ' αυτήν τη θέση πάνω στο χλιδάτο τάπητα της υπερπολυτελούς σουίτας του El Greco που οι τοίχοι του αναδίδουν την μπόχα των διεφθαρμένων του τόπου της. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου δεν κατάφερε να χαλαρώσει από τη χρήση των gadget του. Έμεινε και πάλι σκυφτός με το κεφάλι ακουμπισμένο στις δύο παλάμες του. Η Έλλη συνήλθε εντελώς. Έπρεπε να δράσει γρήγορα προκειμένου να διασώσει την ακεραιότητά της. Αφού ανέκτησε πλήρως τις δυνάμεις της σηκώθηκε γρήγορα και κινήθηκε ταχύτατα προς την πλευρά του Παπαγεωργίου. Εκείνος μόλις αντιλήφθηκε την κίνηση της Έλλης έκανε να κινηθεί προς το μέρος της. Η Έλλη τον πρόλαβε τη στιγμή που έκανε την κίνηση να σηκωθεί. Πρόλαβε τα πόδια του στον αέρα και με όση δύναμη διέθετε του κατάφερε ένα αποφασιστικό χτύπημα στα αχαμνά του. Ο Παπαγεωργίου λύγισε από τον πόνο. Η Έλλη του έριξε μία δυνατή αγκωνιά στο πρόσωπο αναγκάζοντας το κεφάλι του Παπαγεωργίου να κινηθεί προς τα πίσω βρίσκοντας τη ξύλινη επένδυση που ήταν καρφωμένη πάνω από το κρεβάτι. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου έμεινε αναίσθητος. Η Έλλη άνοιξε την ντουλάπα πήρε ένα από τα πουκάμισα του Παπαγεωργίου και φόρεσε την καμπαρντίνα του κρύβοντας την  γύμνια στην οποία την είχε υποχρεώσει ο Ανδρέας Παπαγεωργίου.

  Γρήγορα βρέθηκε στο δρόμο βαδίζοντας γοργά και προσπαθώντας να βάλλει μία τάξη στις σκέψεις της. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, ο πρώην σωτήρας της, είχε μεταβληθεί στον πιο θανάσιμο εχθρό της. Έπρεπε να βρει νέες συμμαχίες,  να σκεφτεί άλλα  πρόσωπα που θα εξασφάλιζαν την βιωσιμότητα της Επιχείρησης, την επιβίωση των αυτοχθόνων και θα μείωναν την απειλή προς τη ζωή της. Εκείνη τη στιγμή ένα πρόσωπο της ερχόταν στο μυαλό, ο Σάμος Αντωνίου. Ήταν ο εκπρόσωπος της μειοψηφίας στο Δ.Σ. της Επιχείρησης, του τόπου της Έλλης.

  Ο Σάμος Αντωνίου από παλιά προειδοποιούσε για τα αδιέξοδα που έρχονται με την εφαρμοζόμενη πολιτική στην Επιχείρηση. Υποστήριζε ότι μία επιχείρηση δε σώζεται με τις μειώσεις μισθών, των περιορισμό των παροχών, αλλά με την επέκταση, την επένδυση στη γνώση και την εφαρμογή στην παραγωγή καινοτόμων ιδεών. Δεν αμφισβητούσε την επιχειρηματική δομή ούτε την αναγκαιότητα του τόπου να είναι επιχείρηση αλλά τον τρόπο που αυτή διοικούνταν. Έλεγε πως δεν μπορεί η Επιχείρηση να ορθοποδήσει όσο τη βαραίνουν δυσβάσταχτοι τόκοι. Ήταν απαραίτητη η μείωση του χρέους και η επέκταση της παραγωγής προκειμένου η Επιχείρηση να πάει μπροστά. Εκείνο που φόβιζε την Έλλη ήταν η σχέση του Σάμου Αντωνίου με τα κυκλώματα που βούλιαζαν αυτόν τον τόπο. Προέρχονταν από μία ομάδα ατόμων που δεν πίστευε στην κοινωνική πρωτοβουλία. Θεωρούσε ότι μόνο μία δράκα ατόμων μπορούσε να κυβερνήσει αποτελεσματικά μέσα από μικρά και ανέλεγκτα κυκλώματα. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν αναφέρονταν στη δημιουργία μίας ομάδας αδίστακτων τσαρλατάνων που κύριος στόχος τους ήταν η δυσφήμηση των αντιπάλων και κυρίως της ικανότητας των αυτοχθόνων να διαχειρίζονται μόνοι τους την τύχη τους. Όπως και στην περίπτωση του Ανδρέα Παπαγεωργίου υπήρχαν πρόγονοι του που πίστευαν στις δυνατότητες αυτού του τόπου και αγωνίστηκαν για τον τόπο αλλά οι ίδιοι, δηλαδή τόσο ο Σάμος Αντωνίου όσο και ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, φαινόντουσαν σαν η γενετική κατάπτωση αυτών των περασμένων γενεών.  Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η Έλλη έπρεπε να κλείσει ραντεβού μαζί του προκειμένου να κτίσει συμμαχίες και να μειώσει τον κίνδυνο για την ίδια της την υπόσταση. 

  Ο Σάμος Αντωνίου φαινόταν χαρούμενος που η Έλλη του έδινε τέτοια προσοχή. Είχε ανάγκη την ενίσχυση του ρόλου του ως σωτήρα. Η ομάδα που εκπροσωπούσε είχε χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία καθώς θεωρήθηκε εξίσου υπεύθυνη με την ομάδα των αχρείων του Ανδρέα Παπαγεωργίου  για τον ξεπεσμό του τόπου. Ο Σάμος Αντωνίου ήθελε να ανατρέψει αυτήν τη φήμη για το λόγο αυτό είχε υιοθετήσει έναν λόγο πατριωτικό που έμοιαζε αντίθετος με τις προσταγές των διεθνών του συμμάχων και κυρίως των Πατρόνων, προεξάρχουσας της Μαρκέλλας Έγκελ. Η Έλλη Ελληνιάδου πήγε στο ραντεβού που κλείστηκε στο σπίτι του Σάμου Αντωνίου. Την υποδέχτηκε στο γραφείο του που βρισκόταν στο ισόγειο της τεράστιας μονοκατοικίας των βορείων προαστίων όπου κατοικούσε  η θλιβερή ελίτ του τόπου της. Μία ελίτ απόλυτα διεφθαρμένη, εξαρτώμενη από τους Πάτρωνες χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος για την "πλέμπα" του τόπου του οποίου υποτίθεται ήταν οργανικό κομμάτι της. Η Έλλη διηγήθηκε στον Σάμο Αντωνίου όλα τα περιστατικά που είχαν να κάνουν με τη φόρμουλά της, τις συναντήσεις με τους Πάτρωνες και ιδιαίτερα με την Μαρκέλλα Έγκελ και τους παρατρεχάμενούς της. Για τη μεγάλη κλοπή που συντελούνταν εις βάρος της Επιχείρησης και των εργαζομένων σ΄ αυτήν. Του μίλησε για την κλοπή των πιο παραγωγικών κομματιών της Επιχείρησης, για την υπέρμετρη και αδικαιολόγητη δανειοδότηση της Επιχείρησης. Του είπε ότι η Επιχείρηση είχε καταληφθεί ουσιαστικά από ξένους παράγοντες που είχαν πρόσβαση σε κάθε ευαίσθητο δεδομένο. Είπε τέλος της άποψή της για τον Ανδρέα Παπαγεωργίου που ενεργούσε ως πιόνι των Πατρόνων αδιαφορώντας πλήρως για τις τύχες του πληθυσμού αυτού του τόπου.

 Ο Σάμος Αντωνίου ευχαρίστησε την Έλλη για την εμπιστοσύνη που του έδειχνε. Θεωρούσε και αυτός ότι ο Ανδρέας Παπαγεωργίου έπαιζε έναν πολύ περίεργο και άσχημο ρόλο στην όλη υπόθεση. Επέμενε ότι ο τόπος πρέπει να είναι οργανωμένη επιχείρηση υπό τη στιβαρή διοίκηση πεφωτισμένων ατόμων. Ότι χρειάζονταν μία νέα μέθοδο διοίκησης και οργάνωσης προκειμένου τα πράγματα να πάρουν έναν καινούργιο δρόμο. Δε θεωρούσε ότι το πόπολο, οι αυτόχθονες, έπρεπε να έχουν ενεργό ρόλο στη διάσωση της Επιχείρησης. Φοβόταν τις ανεξέλεγκτες αντιδράσεις της μάζας. Τέλος υποσχέθηκε να μεσολαβήσει σε γνωστούς του, ισχυρά συνδεδεμένους με τους Πάτρωνες προκειμένου να τεθεί ένα άλλο πλαίσιο διαχείρισης της Επιχείρησης. Υπήρχε ακόμη ένα σημαντικό πρόβλημα που έπρεπε να υπερπηδηθεί. Η Επιχείρηση τυπικά ήταν ακόμη Τόπος, κάτι σαν χώρα και αυτό τυπικά δεν μπορούσε να αλλάξει. Έπρεπε λοιπόν οι αυτόχθονες να εγκρίνουν την τοποθέτησή του στην κεφαλή του Τόπου και αυτό δεν ήταν εύκολο. Είχε μεν συγκροτήσει μία ομάδα που θα προωθούσε τις ιδέες του αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Το πόπολο δεν ήταν ενημερωμένο και έπρεπε να "ενημερωθεί" κατά τρόπο τέτοιο που θα τον ευνοούσε στην εκλογή του στην εξουσία του Τόπου.  Η Έλλη έφυγε από τη συνάντηση γεμάτη ελπίδες αλλά και με πάρα πολλές αμφιβολίες. Διέκρινε πολλές αντιφάσεις στο λόγο του Σάμου Αντωνίου, στα αυτιά της στριφογύριζαν λέξεις στομφώδεις, δικές του, που έπεφταν στον αέρα απλά για να πέσουν, προκειμένου να φτάσουν στα αυτιά της Έλλης ενώ ταυτόχρονα είχε την εντύπωση ότι ο λόγος του Σάμου Αντωνίου δεν συντονίζονταν με τις πραγματικές του σκέψεις.Ίσως και δικαιολογημένα οι αυτόχθονες δεν του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη.  Παρόλα αυτά είχε πλέον ένα νέο σύμμαχο. Ένα αντίβαρο στην δύναμη του Ανδρέα Παπαγεωργίου. Ο Σάμος Αντωνίου της πρόσφερε φιλοξενία  στο σπίτι του, στο κέντρο της πρωτεύουσας, σε περίπτωση που θεωρούσε ότι κινδυνεύει η ζωή της. 

  Η Έλλη γρήγορα έκανε χρήση της προσφοράς του Σάμου Αντωνίου. Κατέφυγε στο σπίτι του μετά τις ύποπτες κινήσεις που διαπίστωσε έξω από το δικό της. Είχε την αίσθηση της συνεχούς παρακολούθησης. Ήταν πολύτιμη στην παραγωγή της Επιχείρησης αλλά επικίνδυνη στον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Κάποιοι ήθελαν να είναι σίγουροι για την αδράνειά της. Εκεί συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από την προαιώνια μοίρα της. Να λυμαίνονται όχι μόνο το μυαλό της αλλά να απαιτούν  το κορμί της σε αντάλλαγμα για την προστασία που της προσέφεραν ή   για την προσφορά σε αυτήν αγαθών και υπηρεσιών που για άλλους δεν ήταν παρά ένα αναφαίρετο δικαίωμα, όπως μόρφωση, υγεία, στέγη και όλα τα αυτονόητα μία ανθρώπινης ύπαρξης που θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια. Ο Σάμος Αντωνίου γλίστρησε στο κρεβάτι που την φιλοξενούσε και με τα μεγάλα χέρια του άρχισε να ανακαλύπτει το κορμί της. Η Έλλη Ελληνιάδου το είχε ξαναζήσει, το θεωρούσε σχεδόν αναπόφευκτο. Προς μεγάλη της έκπληξη τα πόδια της άγγιξαν τα μεγάλα του γεννητικά όργανα. Η έκπληξή της έγινε ακόμη μεγαλύτερη που εκείνα τα τεράστια γεννητικά όργανα ήταν σε κατάσταση αφλογιστίας. Ο Σάμος Αντωνίου είχε γεννητικά όργανα αντάξια του χαρακτήρα του. Πομπώδη αλλά ανίκανα. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούσε άλλα μέσα σεξουαλικής χειραγώγησης. Αυτό είναι που φόβιζε περισσότερο την Έλλη Ελληνιάδου. Ο Σάμος Αντωνίου έλεγε πολλά αλλά έκανε λίγα. Ίσως το χειρότερο να ήταν ότι λόγω της ανικόνητάς του γρήγορα να υποτάσσονταν σε αυτό το οποίο υποτίθεται ότι αντιπάλευε. Της υποσχέθηκε προστασία με αντάλλαγμα την αποσιώπηση της ανικανότητάς του. Ομολόγησε ότι δεν άρεσε στον κόσμο. Οι αυτόχθονες ήξεραν ότι όλα όσα έκαναν για αυτούς οι ηγέτες τους ήταν λάθος ή ακόμα χειρότερα γινόταν συνειδητά εις βάρος τους αλλά δεν πήραν ποτέ την κατάσταση στα χέρια τους. Είχαν μάθει να αναθέτουν την αντίδραση στους τρίτους. Επειδή οι τρίτοι ήταν όλοι καθάρματα οι ίδιοι βυθίζονταν στην κοινωνική αναξιοπρέπεια και σε προσωπικό αδιέξοδο. Για αυτό το λόγο όπως δεν εμπιστεύονταν το Ανδρέα Παπαγεωργίου έτσι δεν εμπιστεύονταν και τον Σάμο Αντωνίου. 

  Ο Σάμος Αντωνίου εξομολογήθηκε στην Έλλη Ελληνιάδου αυτήν την αδυναμία, την αναξιοπιστία έναντι του κόσμου. Θεώρησε ότι προκειμένου να κάνει πέρα τον Ανδρέα Παπαγεωργίου θα έπρεπε να συναινέσει σε μία μεταβατική λύση. Γνώριζε ότι ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, παρά την χαρακτηριστική βραδύνοιά του, είχε κατανοήσει ότι δεν μπορούσε να αμπαλάρει το ξεπούλημα του τόπου ως σωτηρία. Τουλάχιστον δεν μπορούσε να σηκώσει αυτό το έγκλημα μόνος του. Ο Σάμος Αντωνίου σχεδίασε να του παρουσιάσει μία μεταβατική λύση προκειμένου ο Ανδρέας Παπαγεωργίου να παραιτηθεί με έναν τρόπο που δεν θα τον ντρόπιαζε. Του πρότεινε λοιπόν να αναλάβει την ηγεσία της Επιχείρησης ο Δημοσθένης Παπαλουκάς. Η Έλλη Ελληνιάδου ανατρίχιασε με την μεταβατική λύση. Ο Δημοσθένης Παπαλουκάς είχε τη φήμη του ικανότατου μάνατζερ. Είχε δουλέψει για όλους τους Πάτρωνες και τις επιχειρήσεις τους. Είχε περάσει και από την Επιχείρηση της Έλλης, την εποχή που ήταν ακόμη Τόπος και όχι επιχείρηση. Στην πραγματικότητα προετοίμασε το έδαφος ο Τόπος να γίνει Επιχείρηση. Η μεθοδολογία του σόκαρε την Έλλη. Υποτίθεται ότι έφερε έμπιστους από το εξωτερικό προκειμένου να προετοιμάσουν τον τόπο. Στην πραγματικότητα συνέβαλε στη μεταφορά απόρρητων στοιχείων του τόπου στο εξωτερικό προκειμένου οι Πάτρωνες να ξέρουν όλα τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του Τόπου της Έλλης, του Περικλή και της Αθηνάς. Οι αυτόχθονες, αποχαυνωμένοι από την καταναλωτική μονομανία τους σε μία περίοδο που τους είχαν αυξήσει τους μισθούς προκειμένου να τους κλείσουν τα μάτια για τον τρόπο που χειρίζονταν τα κέρδη που οι ίδιοι παρήγαγαν, όχι μόνο δεν αντέδρασαν αλλά πίστεψαν στο μύθο που τους πλάσαραν. Αν ο τόπος λειτουργήσει όπως μία επιχείρηση, αν ο τόπος γίνει Επιχείρηση αυτοί θα συνέχιζαν να ζουν καλά. Σε μία τέτοια εποχή ο αξιοσέβαστος μάνατζερ, ο Δημοσθένης Παπαλουκάς, ξεπούλησε τον τόπο του και αφού ολοκλήρωσε το έργο του ξαναγύρισε στην Εσπερία προκειμένου να περάσει χρόνος και ξεχαστεί ότι αυτός είχε συμμετάσχει στην προσπάθεια της δημιουργίας των συνθηκών για τη διάλυση του τόπου του και τη μετατροπή των αυτοχθόνων σε κολλήγους. Στο διάστημα της απουσίας του δούλεψε για τα αφεντικά του, τους Πάτρωνες ως υπάκουο σκυλί στη θέλησή τους να ξεπουλήσουν κάθε τι ανθρώπινο σε αυτόν τον πλανήτη. 

  Η Έλλη Ελληνιάδου κρυμμένη, στο σπίτι του Σάμου Αντωνίου, μάθαινε τα νέα της Επιχείρησης, του τόπου τους. Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου ανακουφισμένος παρέδωσε τα ηνία της Επιχείρησης στον Δημοσθένη Παπαλούκα. Ο Σάμος Αντωνίου δήλωσε ότι θα έθετε όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία της Επιχείρησης υπό την ηγεσία του Δημοσθένη Παπαλουκά προκειμένου η Επιχείρηση να μην ξαναγίνει τόπος και να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα. Οι γνωστοί της στην επιχείρηση την ενημέρωσαν ότι από την ημέρα της ανάληψης της ηγεσίας από τον Παπαλούκα η Επιχείρηση πλημμύρισε από ανθρώπους της Μαρκέλας Έγκελ που έλεγχαν τα πάντα και αποφάσιζαν για τα πάντα. Μερικοί σκοτεινοί αυτόχθονες δούλευαν για αυτούς και ταυτόχρονα άρπαζαν πολύτιμα υλικά από την Επιχείρηση προκειμένου να αυξήσουν τον προσωπικό τους πλουτισμό. 

  Εκείνο που δεν ήξερε η Έλλη Ελληνιάδου ήταν ότι ο Σάμος Αντωνίου όχι μόνο δεν την προστάτευε αλλά περηφανευόταν ότι κρατούσε αιχμάλωτη την Έλλη Ελληνιάδου στο σπίτι που είχε στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ότι την είχε βιάσει και ο ίδιος και ότι προκειμένου η συνενοχή να είναι τέλεια θα έπρεπε και ο Δημοσθένης Παπαλουκάς  σαδίσει το κορμί της. Ο Σάμος Αντωνίου έπεισε την Έλλη Ελληνιάδου ότι η ζωή της δεν κινδύνευε και ότι πλέον θα έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και τη δουλειά της προκειμένου να συμβάλλει με όλες της τις δυνάμεις στην προσπάθεια της ανόρθωσης της Εταιρίας. Την πρώτη μέρα στη δουλειά ο Δημοσθένης Παπαλουκάς την κάλεσε στο γραφείο του όπου της έπλεξε το εγκώμιο για την αποτελεσματικότητα και την ευφυία  της. Της ζήτησε να δώσει τον καλύτερο εαυτό της, να δεχτεί πολύ μικρότερες ανταμοιβές και να διπλασιάσει την προσπάθειά της προκειμένου η Επιχείρηση να σωθεί. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι προσωπικό. Εξάλλου η εφεύρεσή της ήδη είχε δοθεί στους Πάτρωνες προκειμένου να μειωθεί το χρέος της Επιχείρησης. Στη συνέχεια την κάλεσε στο σπίτι του στα βόρεια προάστια προκειμένου να καταστρώσουν τα σχέδια για την ανόρθωση της Επιχείρησης. Η Έλλη Ελληνιάδου με την γνωστή της λαχτάρα για κάτι καλύτερο και την γνωστή της αδυναμία να αντιδράσει αποτελεσματικά σε κάτι που φοβόταν ότι θα εξελιχθεί εις βάρος της πήγε στο σπίτι του Δημοσθένη Παπαλουκά. Εκεί την περίμεναν τρεις μπράβοι. Την οδήγησαν βίαια στην μεγάλη και πολυτελή κρεβατοκάμαρα του Παπαλουκά όπου την περίμενε ημίγυμνος με μία σαμπάνια στο χέρι. Είχε μία τεράστια κοιλιά γαρνιρισμένη από λιπόσαρκα χέρια και πόδια. Η Έλλη αρνήθηκε να πιει αλλά και να ξαπλώσει. Ο Δημοσθένης Παπαλουκάς διέταξε τους μπράβους να τη ρίξουν στο κρεβάτι και να ακινητοποιήσουν το κορμί της δένοντας τα χέρια της στο προσκέφαλο του κρεβατιού.  Ο Δημοσθένης Παπαλουκάς προσπάθησε με το επτά εκατοστών (όταν βρίσκονταν σε στύση) πέος του  να τη βιάσει. Ακόμη και εκεί δεν τα κατάφερε καλά. Η Έλλη Ελληνιάδου πέρα από την πίεση του βάρους του που  ένιωθε επάνω της δεν ένιωσε τίποτα άλλο. Κατάλαβε ότι ο Δημοσθένης Παπαλουκάς δεν είχε καμία προσωπική διάθεση προς την Έλλη Ελληνιάδου. Απλώς και πάλι εκτελούσε εντολές. Η εντολή ήταν να γίνει συνένοχος στο συνεχή βιασμό της Έλλης προκειμένου η Έλλη Ελληνιάδου να νιώθει πάντα, σε όλες τις στιγμές της ζωής της, ότι δεν ορίζει τη ζωή της αλλά ανήκει σε κάποιον άλλον ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να τη βιάζει, να την ταπεινώνει και να την εκμεταλλεύεται.  

  Ο Δημοσθένης Παπαλουκάς σε τρεις μήνες παρέδωσε την ηγεσία στον Σάμο Αντωνίου. Αν και οι Πάτρωνες δεν ήθελαν εκλογικές διαδικασίες στον τόπο του Περικλή, της Αθηνάς και της Έλλης με το πρόσχημα ότι πλέον δεν ήταν τόπος αλλά Επιχείρηση ο αναβρασμός ήταν μεγάλος και για εκτόνωση οι εκλογές έγιναν. Η επικοινωνιακή μαφία του Σάμου Αντωνίου, σε αγαστή συνεργασία με του Πάτρωνες μπλόκαρε τη λογική σκέψη των αυτόχθονων και αναδείχθηκε νικητής των εκλογών ως λύση σωτηρίας. Ο Σάμος Αντωνίου πήρε την Έλλη Ελληνιάδου επαναεπιβεβαιώνοντας το φεουδαλικό προνόμιο του βιασμού. Η Έλλη ανέμενε την αλλαγή πλεύσης στην πορεία της Επιχείρησης. Παρά τον προσωπικό της βιασμό πίστευε ότι ο Σάμος Αντωνίου θα κρατούσε την υπόσχεσή του και θα επαναδιαπραγματευόταν με του Πάτρωνες. Όχι μόνο δεν το έκανε αλλά ουσιαστικά υπερθεμάτισε στους ισχυρισμούς των Πατρώνων περί οκνηρών αυτοχθόνων που έπρεπε εσαεί να ξεπληρώνουν τα προπατορικά τους δάνεια. Η επικοινωνιακή μαφία του Σάμου Αντωνίου κοίμισε κάθε κριτική σκέψη των αυτοχθόνων. 


Το όργιο

Η Έλλη έχασε κάθε πίστη. Η κατάθλιψή κυρίευσε κάθε πτυχή της προσωπικότητάς της. Είχε κυριευθεί από το γνώριμο αίσθημα της αδυναμίας να ελέγξει οποιαδήποτε, μικρή ή μεγάλη, πτυχή της ζωής της. Ένιωσε ότι ήταν αδύνατο να αυτοκαθορίζεται και να ορίζει σε έστω και ένα μικρό βαθμό την ύπαρξή της. Δούλευε πλέον σαν μηχανικό αυτόματο. Η Επιχείρηση κατέρρεε υπό την ηγεσία αυτών που υποτίθεται ότι θα πολεμούσαν για τη σωτηρία της. Οι εργαζόμενοι αυτόχθονες είχαν περιπέσει σε μία παρόμοια κατάσταση. Δούλευαν σαν αυτόματα περιμένοντας το μοιραίο. Την πτώση τους, τον φυσικό θάνατο μετά τον ηθικό θάνατο που είχαν υποστεί. Μετά από λίγους μήνες παραμονής στην εξουσία ο Σάμος Αντωνίου ανακοίνωσε ότι η Επιχείρηση έπρεπε να ετοιμαστεί για το πιο χαρμόσυνο γεγονός από τότε που άρχισε η κατάρρευσή της. Η Μαρκέλα Έγκελ, μαζί με τους υποτακτικούς της θα έκανε μία ημερήσια επίσκεψη στην Επιχείρηση προκειμένου να δηλώσει έμπρακτα τη συμπαράστασή της σε όσους αυτόχθονες εργάζονται για την ανόρθωσή της.


  Είχαν ρητές εντολές να ανακαινίσουν την Επχείρηση, να αφήσουν τους χιλιάδες πράκτορες των Πατρόνων που είχαν κατακλύσει την Επιχείρηση να δουλεύουν ανενόχλητοι προετοιμάζοντας την έλευση της ηγέτιδάς τους και να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην προετοιμασία της μεγάλης σάλας προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πιο σημαντική συνάντηση στα χρονικά της ιστορίας της Επιχείρησης. Εκεί θα παρευρίσκονταν τα πιο σημαντικά στελέχη της Επιχείρησης και οι πιο διακεκριμένοι αυτόχθονες προκειμένου να συμβάλλουν στη σωτηρία της Επιχείρησης, του τόπου. Ρητή ήταν η εντολή να μην μπει κανένας στη σάλα παρά μόνο οι επίσημοι καλεσμένοι. Οι άλλοι θα έφευγαν από το κτίριο αφήνοντας τη φύλαξή του στην Ασφάλεια της Μαρκέλας Έγκελ. Κανείς αυτόχθονος στο κτίριο ήταν η ρητή εντολή κατά τη διάρκεια της συνάντησης Κορυφής. 

  Η Έλλη Ελληνιάδου δούλευε με περίσσεια κατάθλιψη ως στέλεχος της Επιχείρησης. Της είχαν εκμηδενίσει τα όνειρα, της είχαν επιβάλλει καθήκοντα ανούσια χωρίς πραγματικό παραγωγικό αντίκρυσμα και της αφαίρεσαν κάθε πρωτοβουλία. Η Έλλη και οι άλλοι αυτόχθονες δούλευαν για τους ανθρώπους των Πατρόνων και τους αυτόχθονες παράσιτα που έκλεβαν ολόκληρα κομμάτια της Επιχείρησης, στο όνομα ενός ακατανόητου εκσυγχρονισμού. Όπως και να είχε συντονίστηκε στον πυρετό της προετοιμασίας για τη μεγάλη διάσκεψη κορυφής και η ημέρα αυτή έφτασε. Η Μαρκέλλα Έγκελ στρογγυλοκάθισε τιμητικά στη θέση του Προέδρου της Επιχείρησης. Ο Σάμος Αντωνίου της πρόσφερε τη θέση δείχνοντας ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο αυτόν τον τόπο. Η Μαρκέλλα Έγκελ έβγαλε έναν ανούσιο λόγο τονίζοντας ότι γνωρίζει για τις θυσίες που υποβάλλονται οι αυτόχθονες μόνο που πλέον οι αυτόχθονες πρέπει να ζήσουν με νέα στάνταρ ζωής. Το προσδόκιμο διαβίωσης για τους αυτόχθονες θα πέσει προκειμένου να μην ξοδεύονται πολλά για την υγεία, η παιδεία θα αφορά αποκλειστικά τους γόνους των βορείων προαστίων και τα υπόλοιπα παιδιά θα μεταφέρονται στους βόρειους τόπους προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των  βορείων σε υπηρετικό προσωπικό. Τα πιο τυχερά από αυτά θα καταλάμβαναν θέσεις στα πορνεία τους. Αυτά τα παιδιά θα ήταν και τα μόνα που θα μπορούσαν να στέλνουν κάποια χρήματα πίσω στον τόπο τους. Οι αυτόχθονες χειροκρότησαν. Το χειροκρότημα αυτό ήταν το πιο απίστευτο. Χειροκροτούσαν σαν μηχανικά αυτόματα παραγωγής χειροκροτήματος ή γιατί στο άκουσμα της δουλειάς των παιδιών στα πορνεία των βόρειων χωρών δημιουργήθηκε μέσα τους μία κρυφή ελπίδα ότι θα μπορέσουν να επιβιώσουν με τα χρήματα που θα τους έστελναν τα εκπορνευμένα παιδιά τους;

  Στη συνέχεια οι υψηλοί προσκεκλημένοι αποσύρθηκαν στην αίθουσα των εκδηλώσεων όπου επιπλέον προσέρχονταν κατά ομάδες τα μέλη όλης της επιχειρηματικής, οικονομικής, διοικητικής, δημοσιογραφικής και πολιτικής ελίτ του τόπου. Η Έλλη ήξερε έναν απομονωμένο διάδρομο που οδηγούσε σε μία από τις καμπίνες μετάφρασης. Η καμπίνα είχε προνομιακή, πανοραμική, θέα σε όλη την αίθουσα των εκδηλώσεων. Μία αίθουσα κατάλληλα διαμορφωμένη όπου είχε στηθεί ένα ειδικό ντεκόρ με περίεργες κλίνες, όργανα σεξουαλικών οργίων, άφθονο ποτό και ψυχότροπες ουσίες οι οποίες μείωναν τις αναστολές.  Η καμπίνα μετάφρασης ήταν σκοτεινή. Δεν μπορούσε να δει κανείς την Έλλη Ελληνιάδου, αντίθετα η ίδια έβλεπε τα πάντα. Οι υψηλοί προσκεκλημένοι αυτόχθονες ήρθαν όλοι. Έκαναν επιδρομή στο μπουφέ όπου εκτός από φαγητό ήταν πλούσιο σε ποτά και σε κάθε λογής ψυχότροπες ουσίες. Τις κατανάλωσαν όλες. Στη συνέχεια ακούστηκε το σάλπισμα. Όλοι αφαίρεσαν το ρουχισμό τους και έμειναν γυμνοί. Στο δεύτερο σάλπισμα μπήκαν οι υπάλληλοι των Πατρόνων που είχαν κατακλύσει την Επιχείρηση της Έλλης. Στάθηκαν αριστερά και δεξιά από την είσοδο της Σάλας, στο πρώτο διάζωμα, όπου αφαίρεσαν από πάνω τους το χιτώνα που φορούσαν μένοντας ολόγυμνοι. Στο τρίτο σάλπισμα εισέβαλαν στο χώρο οι άνθρωποι της Μαρκέλλας Έγκελ που είχαν ταξιδέψει μαζί της από τους τόπους του Βορρά. Αφαίρεσαν το χιτώνιό τους και πήραν θέση στο δεύτερο διάζωμα αριστερά και δεξιά της αίθουσας εκδηλώσεων. Στο τέταρτο, παρατεταμένο, σάλπισμα εμφανίστηκε η ίδια η Μαρκέλλα Έγκελ και πήρε τη θέση της στο κέντρο του τρίτου διαζώματος. Από κάτω οι αυτόχθονες χωρίστηκαν σε ομάδες. Στην πρώτη ομάδα συμμετείχαν ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, ο Δημοσθένης Παπαλουκάς και ο Σάμος Αντωνίου. Στη δεύτερη ομάδα συμμετείχαν οι επιχειρηματίες και οι υψηλοί δημοσιογράφοι της αυτόχθονης κοινωνίας. Στην τρίτη ομάδα συμμετείχαν όλοι οι κολαούζοι των προηγούμενων που έκαναν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των Πατρόνων και των εδώ φερέφωνών τους. Ήταν αυτοί που διέλυαν κομμάτι κομμάτι την Επιχείρηση και την πρόσφεραν σε κάθε αετονύχη. Στο πέμπτο σάλπισμα οι ομάδες των αυτοχθόνων γονάτισαν και οι παριστάμενοι στα διαζώματα προχώρησαν προς το μέρος τους. Οι άνθρωποι του πρώτου διαζώματος προχώρησαν προς την τρίτη, πολυπληθή ομάδα των αυτοχθόνων, οι άνθρωποι του δεύτερου διαζώματος προχώρησαν και στάθηκαν εμπρός στη δεύτερη γονατιστή ομάδα των επιχειρηματιών και των δημοσιογράφων και τέλος η Μαρκέλλα Έγκελ προχώρησε και στάθηκε μπροστά στους γονατισμένους Παπαγεωργίου, Παπαλούκα και Αντωνίου. Με την έναρξη της βαγκνεριανής μουσικής (The Ride of the Valkyries) οι γονατισμένοι άπλωσαν τα χέρια τους, πρόσφεραν τα χείλη τους και έβγαλαν τις γλώσσες προς τα κορμιά των όρθιων ερεθίζοντας τους υψηλούς Βόρειους προσκεκλημένους.  Στη συνέχεια όλοι πήραν τις θέσεις τους στο πίσω μέρος της αίθουσας όπου είχαν στηθεί τα ανάκλιντρα. Οι αυτόχθονες των βορείων προαστίων είχαν φέρει μαζί και όσους από τους απογόνους τους είχαν περάσει τα δεκαέξι προκειμένου να μυηθούν στις τελετές της υποταγής. Όλοι μαζί έγιναν ένα μία τεράστια μάζα οργίων πνιγμένη μέσα σε ιδρώτα, σπέρματα και υγρά αιδοίων. Ένα ήταν το βασικό κριτήριο της επιτυχίας του οργίου, οι υψηλοί βόρειοι προσκεκλημένοι να φύγουν απόλυτα ικανοποιημένοι προκειμένου να ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στα μέλη των διεφθαρμένων ελίτ ως οι βασικοί εκπρόσωποι της εκμετάλλευσης του τόπου της Έλλης. 

  Η Έλλη  κάθισε κάτω και έκλεισε τα μάτια της αηδιασμένη. Ώστε αυτός ο τόπος ήταν το έρμαιο της πιο διεφθαρμένης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ελίτ. Η κακοδαιμονία του τόπου δεν οφείλονταν κυρίως στις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις των ανθρώπων των Βορείων Τόπων αλλά στο συμβιβασμό και ακόμη χειρότερο στην ενεργή συναίνεση αυτής της διεφθαρμένης θράκας ατόμων να ρημαχτεί κάθε στοιχείο πλούτου αυτού του τόπου. Ακόμη χειρότερα οι απλοί αυτόχθονες μην αντιδρώντας σε αυτήν την άθλια ελίτ ουσιαστικά της πρόσφεραν απλόχερα τη συναίνεσή τους προκειμένου να τους οδηγήσουν σε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο.  


Όταν η πτώση βρίσκει επιτέλους πάτο


  Η Έλλη Ελληνιάδου περίμενε με καρτερία το τέλος της τελετής του οργίου που επιβεβαίωνε την απόλυτη υποταγή της  διεφθαρμένης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ελίτ του τόπου της. Πνιγόταν εκεί μέσα αλλά έπρεπε να περιμένει να φύγει και ο τελευταίος από το κεντρικό κτίριο της Επιχείρησης προκειμένου να μη θέσει σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή.  Η τελετή έκλεισε με την κορύφωσή του τελετουργικού. Η Μαρκέλλα Έγκελ πέρασε τρία λουριά στους τρεις λαιμούς του Σάμου Αντωνίου του Δημοσθένη Παπαλουκά και του Ανδρέα Παπαγεωργίου. Η έξοδος από τη σάλα ήταν φαντασμαγορική. Οι τρεις που σέρνονταν από τα λουριά έγλειφαν τις γάμπες της Μαρκέλλας Έγκελ καθώς αυτή αποχωρούσε από την αίθουσα. Μετά από λίγο αποχώρησε και ο τελευταίος. Η Έλλη Ελληνιάδου άφησε το χρόνο να περάσει και σύρθηκε προς τη πόρτα του θεωρείου. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν ερχόταν κανένας πλέον ήχος από το εσωτερικό του κτιρίου βγήκε με κάθε προφύλαξη. Διέσχισε αστραπιαία το εσωτερικό της Επιχείρησης και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. 

  Επιχείρηση δεν υπήρχε πλέον. Η Έλλη Ελληνιάδου συνειδητοποίησε ότι Επιχείρηση δεν υπήρξε ποτέ. Θυμήθηκε τα λόγια του Περικλή και της Αθηνάς. Ένας τόπος όμορφος και ανθρώπινος ποτέ δεν είναι Επιχείρηση ούτε και πρέπει να μετατραπεί σε τέτοια. Ο τόπος θέλει αυτονομία και αυτή κατακτάται σταδιακά από ελεύθερους ανθρώπους. Η Επιχείρηση ήταν ο μεγάλος μύθος. Απαιτούσε Δ.Σ. και αυστηρή ιεραρχία αλλά κυρίως απαιτούσε την υποταγή των υπολοίπων. Απαιτούσε δηλαδή την κατάργηση και της όποιας τυπικής αυτονομίας των αυτοχθόνων. Το ιερό τους δικαίωμα, την ανθρώπινη υποχρέωσή τους να μένουν αξιοπρεπείς αποφασίζοντας οι ίδιοι για το μέλλον τους χωρίς να το εκχωρούν σε "ειδικούς" είναι το θεμέλιο της Αυτονομίας. Η ζωή δεν είναι το πεδίο των ειδικών αλλά  ο χώρος των ζωντανών. Αν το εκχωρήσεις στους ειδικούς είσαι ήδη ζωντανός νεκρός. Το να είσαι ελεύθερος θέλει κουράγιο. Το να ζεις  υπό τις υποδείξεις των "ειδικών" σημαίνει ότι έχεις τελειώσει ως οντότητα. 

  Η Έλλη το ήξερε ότι επιχείρηση δεν υπήρχε πλέον. Η έδρα της Επιχείρησης παλαιά ονομαζόταν Κοινοβούλιο, αυτή που τώρα θεωρείται έδρα του Δ.Σ. Ο τόπος είχε γίνει Επιχείρηση και οι Επιχειρήσεις εύκολα ξεπουλιούνται. Για τον τόπο της τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Οι ελίτ των αυτοχθόνων το ήξεραν από την αρχή το παραμύθι. Ήξεραν ότι θα διέλυαν τον τόπο τους και τον ξεπούλησαν αντί πινακίου φακής. Δεν ήταν η Μαρκέλλα Έγκελ που επέβαλλε την εξαθλίωση ήταν αυτή η ξεπουλημένη ελίτ που δεν πρόβαλε αντίσταση. Αντίθετα έστησε τον πιο ακριβό μηχανισμό προπαγάνδας προκειμένου να κρύψει την αλήθεια και να παρουσιάσει το Μαύρο Άσπρο.   Αυτά σκέφτονταν η Έλλη καθώς προχωρούσε στο βροχερό τοπίο του τόπου της.  Σπίτι δεν είχε, επιχείρηση ποτέ δεν υπήρξε. Τι της είχε απομείνει. Αντί να πάρει το δρόμο από το σπίτι της που πλέον δεν μπορούσε να πλησιάσει, στο δρόμο προς τα βόρεια προάστια τράβηξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. 

  Η Έλλη Ελληνιάδου βρέθηκε να περιπλανιέται μέσα στα Νότια Προάστια. Αυτά έσφυζαν από ζωή όταν ο Τόπος της λογίζονταν ως τόπος, άλλοι τον έλεγαν χώρα, προτού να γίνει Επιχείρηση, δηλαδή λογιστική καταγραφή. Τα Νότια Προάστια αναπτύχθηκαν με την πρόοδο του Τόπου, την άνθηση του εμπορίου, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και κυρίως τον ενθουσιασμό της εργατιάς που έβαζε την πλάτη στην ανάπτυξη χωρίς να απαιτεί το πραγματικό μερτικό που της ανήκε. Όταν πίστεψαν στο ιδεολόγημα της Επιχείρησης και έπιασαν πλαστικό χρήμα στα χέρια τους βρέθηκαν καταχρεωμένοι, χρωστώντας τα σπίτια τους στην Επιχείρηση. Η Επιχείρηση τιτλοποίησε τα δάνεια και τα πρόσφερε στους Βόρειους ως δόση στο υπέρογκο χρέος των προπατορικών δανείων. Αυτά τα δάνεια "κουρεύτηκαν" πολλές φορές και ω του θαύματος αντί να ελαφρύνει ο τόπος το χρέος αυξάνονταν. Τώρα όλοι οι αυτόχθονες των Νοτίων Προαστίων αγκομαχούσαν να κρατήσουν τα σπίτια τους πληρώνοντας τις αυξανόμενες δόσεις των δανείων για σπίτια που πλέον δεν άξιζαν ούτε το ένα τέταρτο της αρχικής του αξίας κτήσης. Στο μεταξύ από καταστηματάρχες και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων είχαν μετατραπεί σε κατώτερο προσωπικό της Επιχείρησης με τον κίνδυνο της απώλειας της δουλειάς τους. Μία αυξανόμενη απελπισία έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των Νοτίων. Ότι έκτιζαν κινδύνευε να χαθεί παρά το γεγονός ότι η δουλειά τους είχε εντατικοποιηθεί αλλά το εισόδημά τους είχε σχεδόν καταρρεύσει. Οι Νότιοι στον καιρό της πιστωτικής επέκτασης σνόμπαραν οτιδήποτε ονομαζόταν Δημόσιο Αγαθό. Θεραπεύονταν σε Ιδιωτικές Κλινικές, έστελναν τα παιδιά τους σε Ιδιωτικά Σχολειά και έκαναν μακρινά ταξίδια σε Τόπους Εξωτικούς. Όλα αυτά με το πιστωτικό χρήμα που ποτέ δεν ήταν δικό τους. Ήταν δανεικό. Τώρα τα παιδιά τους στοιβάζονταν σε Δημόσια Σχολεία που ήταν έτοιμα να κλείσουν και γιάτρευαν τις αρρώστιες σε Δημόσια Νοσοκομεία που είχαν γίνει πολύ λίγα. Οι περισσότεροι από αυτούς με σοβαρές ασθένειες πέθαναν γιατί το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είχε λιγοστέψει. Λιγόστεψε και εξαιτίας τους. Στην Χρυσή Εποχή της "Ανάπτυξης" σνόμπαραν κάθε τι δημόσιο που απαιτούσε απόδοση φόρων. Πίστεψαν στο μύθο του Άξιου. Οι έξυπνοι και οι δουλευταράδες δε χρειάζονταν δημόσια αγαθά, είχαν την πιστωτική τους κάρτα προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Δεν ήθελαν μέσω των φόρων να μοιράζεται το χρήμα προκειμένου και οι εργάτες να έχουν αξιοπρεπή μόρφωση και καλή υγεία. Τώρα που δεν είχαν μεγάλο εισόδημα, που χρωστούσαν χωρίς να καταλάβουν πως, το Δημόσιο Αγαθό ήταν ξεχαρβαλωμένο γιατί αυτοί πρώτοι, οι Νότιοι μαζί με τους αυτόχθονες των Βόρειων Προαστίων το είχαν απαξιώσει. Πιστεύοντας στο μύθο της Επιχείρησης συναίνεσαν στο χάσιμο της ανθρωπιάς τους.

  Για τους  Νότιους το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ήταν η έλλειψη συνειδητοποίησης. Αρνήθηκαν να παραδεχτούν ότι έγιναν το θύμα μίας άθλιας προπαγάνδας που τους οδήγησε να παραιτηθούν από την ιδιότητα του Πολίτη και να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την ιδιότητα του καταναλωτή ή του πωλητή προς την Επιχείρηση. Είχαν χωριστεί πλέον σε τρία κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι ήταν αυτό που πίστευε στην προπαγάνδα των Μελανοχιτώνων. Οι τελευταίοι διέδιδαν την ιδέα, ως εξήγηση στην κατάντια του τόπου, ότι για τον ξεπεσμό έφταιγαν οι περίεργοι Μελαψοί που εισέρρευσαν στον Τόπο στα χρόνια της ανάπτυξης. Αυτοί λοιπόν αφαίμαξαν τον πλούτο του τόπου και έφυγαν όταν ο τόπος είχε γίνει κανονική Επιχείρηση. Αυτή η ομάδα Νοτίων ξεχνούσε ότι οι Μελαψοί δούλευαν για αυτούς στη Χρυσή Εποχή της Αποχαύνωσης,  για ένα κομμάτι ψωμί. Λησμόνησαν ότι τα κέρδη τους προέκυψαν από τα μικρά μεροκάματα που έδιναν στους Μελαψούς με αποτέλεσμα να μένει στα χέρια τους περισσότερο χρήμα. Όταν η Χρυσή Εποχή της Αποχαύνωσης πέρασε οι Μελαψοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς τους δικούς τους τόπους, το ίδιο πεινασμένοι. Όσοι ξέμειναν εδώ ήταν γιατί δεν είχαν χρήματα ούτε για το εισιτήριο της επιστροφής. Παρ' όλα αυτά αυτή η μερίδα των Νοτίων βολεύονταν με το μύθο του Μελαψού προκειμένου να μην παραδεχτούν την πραγματική αλήθεια. Ο ξεπεσμός τους δεν οφείλονταν στους Μελαψούς αλλά στη δική τους ανοησία, όταν δεν αντέδρασαν στην εξωτερική κλοπή. Η Έλλη Ελληνιάδου σιχαίνονταν το άνανδρο των ιδεών αυτής της μερίδας των Νοτίων. Πολύ περισσότερο σιχαίνονταν το άνανδρο της ομάδας των Μελανοχιτώνων που έδερναν και δολοφονούσαν τους Μελαψούς, όσους από δαύτους δεν είχαν εξασφαλίσει το εισιτήριο της επιστροφής στον τόπο τους. Η άνανδρη αυτή ομάδα των Νοτίων ήταν διπλά άνανδρη.  Πρώτα από όλα γιατί δεν τολμούσε να διερευνήσει την αλήθεια καθώς τότε θα έπεφτε πάνω στη δική της ευθύνη για τον ξεπεσμό του τόπου και δεύτερο γιατί εξουσιοδοτούσε τους Μελανοχίτωνες, τους ανθρώπους του υποκόσμου και τους ανθρώπους που διατηρούσαν προνομιακές σχέσεις με τα αποβράσματα της Επιχείρησης, προκειμένου να αποτρέψουν την πλέμπα να κατανοήσει τα πραγματικά αίτια του ξεπεσμού, να δέρνουν και να δολοφονούν αθώα θύματα. Αν τα αίτια γινόταν γνωστά η τιμωρία θα ήταν αμείλικτη και αυτό το ήξερε η διεφθαρμένη ελίτ για αυτό και χρηματοδοτούσε τους Μελανοχίτωνες προκειμένου να εκτρέπουν τον θυμό των ηλιθίων υποτακτικών σε ακίνδυνες για την διεφθαρμένη ελίτ ομάδες.  Η δεύτερη ομάδα των Νοτίων πίστευε ότι όσα συμβαίνουν στον τόπο είναι ηθική τιμωρία της προηγούμενης ασωτίας τους. Δεν καταλάβαιναν ότι αυτές οι ιδέες καλλιεργούνταν στα μυστικά καταγώγια του Τμήματος Προπαγάνδας της Επιχείρησης. Αυτή και αν δεν ήταν αξιοθρήνητη ομάδα ανάξια και να ασχοληθεί κανείς μαζί της. 

  Τέλος στο Νότο δρούσε και η ομάδα των Ριζοσπαστών Ανορθωτών. Η Έλλη Ελληνιάδου τώρα ξαπόσταινε στο γνωστό μπαρ των Νοτίων Προαστίων όπου συνάντησε τον Τάσο Αλεξιάδη, τον φλογερό νέο και Ηγέτη των Ριζοσπαστών Ανορθωτών  που μιλούσε για την αντίσταση που οφείλει ο τόπος να αναδείξει. Ο Τάσος είχε συνεπάρει με το φλογερό λόγο και το πάθος τους εργαζόμενους της Επιχείρησης. Η Έλλη Ελληνιάδου εκεί τον πρωτογνώρισε, στην Επιχείρηση Συμπαθούσε το Τάσο Αλεξιάδη και αγωνιούσε να ακούσει από το στόμα του έναν αρθρωμένο και συνεκτικό λόγο, μία στρατηγική που θα έβγαζε από το αδιέξοδο την Επιχείρηση. Είχε εκλεγεί εκπρόσωπος των εργαζομένων της Επιχείρησης στο Δ.Σ. της, όταν ακόμη είχαν λόγο οι εργαζόμενοι και από τότε ξέμεινε εκεί γιατί ακόμη δεν τολμούσαν να τον πετάξουν  έξω. Οι θεσμοί τυπικά έπρεπε να λειτουργούν. 

  Ο Αλεξιάδης επεσήμανε από την αρχή ότι ήταν λάθος ένας Τόπος να γίνεται Επιχείρηση. Μιλούσε για την απώλεια της Αυτονομίας, για τις επικίνδυνες εξαρτήσεις που η Επιχείρηση ανέπτυσσε με τους Πάτρωνές της. Μιλούσε για το άδικο των Προπατορικών Δανείων. Επεσήμανε ότι η Επιχείρηση έπρεπε να ξαναγίνει Τόπος με τους Αυτόχθονες να έχουν τον πρώτο λόγο για την πορεία του Τόπου. Εκεί που κρατούσε επιφυλάξεις η Έλλη Ελληνιάδου ήταν στον τρόπο που εξελίχθηκε η φιλοσοφία του Αλέξη και η μεθοδολογία της αντίδρασης που πρότεινε. Όταν η Επιχείρηση πήρε τον οριστικό κατήφορο πολλά από τα μέλη του Δ.Σ. τον άκουγαν με ενδιαφέρον. Σε εκείνο το σημείο ο Τάσος Αλεξιάδης έκανε μία αξιοσημείωτη στροφή στην στρατηγική του. Συνέχιζε να τονίζει την αναγκαιότητα της αντίδρασης αλλά πιστεύοντας ότι θα έπρεπε να έχει συμμάχους και μέσα στο Δ.Σ. για τη μεγάλη ανατροπή στρογγύλεψε το λόγο του. Κάλεσε τα μέλη του Δ.Σ. να προχωρήσουν σε σκληρή διαπραγμάτευση με την Μαρκέλα Έγκελ και τους ανθρώπους της προκειμένου να αναγνωρίσουν το λάθος της πολιτικής τους για τον τόπο του. Κάλεσε τα μέλη του Δ.Σ. να απαιτήσουν διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών. Τέλος τόνιζε ότι δεν υποστήριζε την αλλαγή συμμαχιών αλλά η στρατηγική του βασίζονταν στην πειθώ. Θεωρούσε ότι αρκούσε να πειστεί ο συρφετός της Μαρκέλλας Έγκελ για το λάθος  στις πολιτικές του και τότε τα πράγματα θα άλλαζαν. Ριζοσπάστης αλλά όχι Επαναστάτης ήταν ο Τάσος Αλεξιάδης. Οι γριές αλεπούδες γελούσαν με τη στροφή του Τάσου. Πώς θα πειθόταν να αλλάξει στρατηγική ο λύκος, η Μαρκέλλα Έγκελ, όταν είχε μάθει να γεύεται τόσο ωραία το κρέας των αυτοχθόνων;  Από τη στιγμή που ο Αλεξιάδης σταμάτησε να τονίζει την ανάγκη της Επιχείρησης να στηριχθεί αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις και σε αυτές των εργαζομένων, από τότε που δεν υποστήριζε πλέον την ανάπτυξη νέων παραγωγικών μεθόδων αλλά τόνιζε την αναγκαιότητα της διαπραγμάτευσης οι γριές αλεπούδες τον ανέχονταν γιατί τους προσέφερε πολύτιμο χρόνο ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι το ξεπούλημά τους. Στο μεταξύ είχαν στρέψει το Τμήμα Προπαγάνδας εναντίον του ώστε αυτό να εντοπίζει τις αντιφάσεις του και να τον καθιστά αναξιόπιστο στα μάτια των Αυτοχθόνων   Η Έλλη Ελληνιάδου άκουγε και πάλι τα λόγια του Τάσου στο γνωστό μπαρ των Νοτίων Προαστίων από το στόμα του Αλεξιάδη όταν πρόσεξε το σήκωμα του ποτηριού του Τάσου Αλεξιάδη από το τραπέζι που καθόταν στο βάθος του μπαρ. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ενοχλημένη που αναγνωρίστηκε από κάποιο γνωστό και νιώθοντας ότι κινδυνεύει πλήρωσε στο σερβιτόρο, βγήκε από το μαγαζί και συνέχισε την πορεία της μέσα στην υγρή νύχτα. Το βήμα της την οδηγούσε προς τα Δυτικά Προάστια. 

  Στα Νότια Προάστια σκέφτονταν η Έλλη Ελληνιάδου, τα παιδιά δεν μάθαιναν τίποτα, δεν είχαν προετοιμαστεί καθόλου, για την καταιγίδα που έρχεται μετά την κατάρρευση της Επιχείρησης. Έχοντας απασχολημένες τις αισθήσεις τους από τα gadget της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας δεν γνώριζαν την τραγική οικονομική κατάσταση των γονιών τους. Το αβέβαιο μέλλον  δεν τα απασχολούσε. Η κατάρρευση θα τα έβρισκε σε μία κατάσταση μακάριας αποχαύνωσης. Αν τα παιδιά είναι το μέλλον του τόπου τότε τούτα δω τα παιδιά των Νοτίων θα προσέφεραν ένα πολύ ζοφερό μέλλον στους εαυτούς τους και τον τόπο τους. 

  Η έντονη οσμή, ο κακός φωτισμός, τα αμάζευτα σκουπίδια θύμισαν στην Έλλη Ελληνιάδου ότι πλέον εισέρχονταν στη σκοτεινή όψη του Τόπου ή της καταρρέουσας Επιχείρησης. Ήταν τα Δυτικά Προάστια.  Από τις χιλιάδες κατοικίες που υπήρχαν στα Δυτικά έλλειπε το φως, το νερό, η αποχέτευση αλλά το χειρότερο έλειπαν οι θαμώνες τους. Οι εταιρίες νερού και ηλεκτροδότησης είχαν παραδοθεί στους ανθρώπους της Μαρκέλλας Έγκελ προκειμένου η Επιχείρηση να "εκσυγχρονιστεί". Κρίθηκε πως αποτελούσαν βαρίδια στην ανάπτυξή της Επιχείρησης και πουλήθηκαν για την αποπληρωμή των Προπατορικών Δανείων. Οι ξένες, πλέον, επιχειρήσεις είχαν κόψει την υδροδότηση και την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή λόγω ατομικών χρεών. Ο Οργανισμός Αξιοποίησης της Δημόσιας και Ιδιωτικής Περιουσίας προχώρησε σε κατάσχεση του 90% των κατοικιών. Όταν βρέθηκε με τόσα ακίνητα στην ιδιοκτησία του ο Οργανισμός παραδόθηκε στους ανθρώπους του Βορά, τους υποτακτικούς της Μαρκέλλας Έγκελ, προκειμένου να αποπληρωθούν επίσης τα Προπατορικά Δάνεια. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους και εκδιώχθηκαν. Τα δύο Νοσηλευτικά Ιδρύματα που βρίσκονταν στην περιοχή είχαν κλείσει προ πολλού. Η ελονοσία, η φυματίωση, ο τυφοειδής πυρετός, η ηπατίτιδα θέριζε τους αυτόχθονες των Δυτικών Προαστίων. Τα παιδιά γυρνούσαν στους δρόμους υποσιτισμένα. Τα πρώην Σχολεία, πρώτα ξέμειναν από δασκάλους και καθηγητές, μετά και από μαθητές. Ο εκσυγχρονισμός της Εταιρίας επέβαλε το κλείσιμό τους. Τα παιδιά εκδιώχθηκαν από αυτά και τα κτίρια παραδόθηκαν από τον Οργανισμό Αξιοποίησης της Ιδιωτικής και Δημόσιας Περιουσίας στους ανθρώπους του Βορρά και σε αυτόχθονες των Βορείων Προαστίων προκειμένου να τα χρησιμοποιούν ως αποθήκες. Ορισμένοι τολμηροί παρέμεναν στις πρώην κατοικίες τους. Είχαν συγκροτήσει ομάδες ακτιβισμού προκειμένου να συνδέονται με τα δίκτυα κοινής ωφελείας. Επίσης βοηθούσαν ανήμπορα και ηλικιωμένα άτομα με αυτές τις συνδέσεις προκειμένου να μην πεθάνουν από το κρύο. Πολλοί ανήμποροι δεν έφευγαν από τα πρώην δικά τους σπίτια. Τότε ερχόταν οι Άνθρωποι των Δυνάμεων της Τάξης της Επιχείρησης και τους έδιωχναν. Πολλούς από αυτούς τους εκτέλεσαν επί τόπου με την δικαιολογία ότι ήταν τρομοκράτες και, ω ειρωνεία καταπατητές ξένης περιουσίας, δηλαδή των πρώην κατοικιών τους που πλέον δεν τους άνηκαν. 

 Η Έλλη Ελληνιάδου βάδισε προς την οδό Ελευθερίας. Σταμάτησε στον αριθμό 21. Εκεί βρίσκονταν το σπίτι του Άρη Ελευθεριάδη. Ήταν ένας γεροδεμένος εργαζόμενος στο Τμήμα Παραγωγής της Επιχείρησης. Όταν άρχισαν οι απολύσεις ήταν από τους πρώτους που απέλυσαν. Προηγούμενα είχε προσπαθήσει να οργανώσει ομάδες αντίστασης στο εσωτερικό του Τμήματος Παραγωγής.  Οι περισσότεροι φοβήθηκαν να τον ακολουθήσουν. Θεώρησαν πως η καλύτερη τακτική ήταν η ενδοτικότητα και η υποταγή στους ανθρώπους της Διοίκησης. Ο Άρης Ελευθεριάδης τους σιχάθηκε. Προέβλεπε τον τελειωτικό χαμό της Επιχείρησης και τους παράτησε. Όταν άρχισαν οι απολύσεις αποχώρησε από τους πρώτους όχι μόνο γιατί τον έδιωξαν αλλά και γιατί δεν ήθελε να υπηρετεί κανέναν από δαύτους. Πέρασε στην παρανομία. Οργάνωσε ομάδες αυτοβοήθειας στα Δυτικά Προάστια και ακτιβιστικά γκρουπ. Λίγοι τον ακολουθούσαν αλλά η φήμη του είχε γίνει γνωστή για την αποτελεσματικότητα και το απαράμιλλο θάρρος με το οποίο αντιμετώπιζε τις Δυνάμεις της Τάξης. Ο Άρης από έναν εσωτερικό μηχανισμό παρακολούθησης αναγνώρισε την Έλλη στην είσοδο του σπιτιού. Της άνοιξε την πόρτα. Η Έλλη πέρασε μέσα στάθηκε και συνάντησε με το βλέμμα της τα φλογισμένα μάτια του Άρη Ελευθεριάδη. Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Σφιγγόντουσαν απελπισμένα, αδερφικά, ανθρώπινα, συντροφικά, ερωτικά και αμίλητα. Αγκαλιαζόντουσαν όπως δύο άτομα που θεωρούσαν ο ένας τον άλλον οριστικά χαμένο και τώρα συναντήθηκαν ανέλπιστα.


  Η Έλλη και ο Άρης μίλησαν πολύ εκείνο το βράδυ. Για τη ζωή τους, για τα όνειρα, για τους αγώνες τους. Η Έλλη ένιωσε τη δύναμη του ανθρώπου που φλέγεται για δράση, που μένει ανυπότακτος, που ξέρει να δημιουργεί ρεαλιστικά οράματα και να παρασύρει. Ο Άρης είδε στην Έλλη την ικανότητα, την δημιουργικότητα, τη θέλησή της να προχωρήσει, ένιωσε το κορμί της Έλληςυς όπως τον τόπο του. Ένα κορμί λεηλατημένο, αφημένο στην εκμετάλλευση, οργωμένο από ανέραστους κατακτητές και άθλιους "σωτήρες". Η ιστορία της Έλλης ήταν η ιστορία του τόπου του. Η Έλλη ήταν η ιστορία της ύπαρξης που φλέγεται για αυτονομία, που θέλει να πετύχει, να ζήσει ανθρώπινα, να κάνει οικογένεια, που ξέρει να προχωρά μπροστά αλλά συχνά χάνει τον προσανατολισμό της, βάζει λάθος στόχους και στηρίζεται σε καθάρματα που στην αρχή λόγιαζε ηγέτες ή σωτήρες. Η Έλλη είναι εκείνη η ύπαρξη που θεωρούσε ότι δεν αρκούν οι δικές της δυνάμεις, ότι η πραγματοποίηση των οραμάτων της είναι εφικτή μόνο όταν επαφίεται στην θέληση των ισχυρών να την προστατέψουν και να την αναπτύξουν. Φυσικά όχι μόνο δεν ανέπτυσσαν αυτήν την ύπαρξη, όχι μόνο δεν ευνοούσαν τη δημιουργικότητά της αλλά όταν αυτή έβγαινε στην επιφάνεια την ξεπουλούσαν, την εκμεταλλεύονταν, έβαζαν τους ξεπουλημένους του τόπου τους να παίξουν το ρόλο του νταβατζή. Η Έλλη ένιωσε για πρώτη φορά στα λόγια και στην αγκαλιά του Άρη την θέληση του απλού ανθρώπου να ζήσει πραγματικά, με αξιοπρέπεια, που αγωνίζεται, που ζει στην αφάνεια αλλά είναι το υποστύλωμα του κάθε τόπου. Ο Άρης Ελευθεριάδης  είναι αυτός που θα βγάλει την δουλειά στο τέλος όχι ως παραγωγική πόρνη έτοιμη να ξεπουληθεί αλλά που την προσφέρει με σκοπό ο τόπος του να γνωρίζει την ασφάλεια, την ανάπτυξη, την αγάπη, τον έρωτα. Γιατί λοιπόν ο Άρης δεν βρίσκεται στο τιμόνι του τόπου της; Γιατί ο Άρης δεν έγινε ηγέτης της Επιχείρησης; Τώρα καταλάβαινε το βαθύ νόημα των λόγων του Άρη που κάποτε είχε ακούσει από τα χείλη του. Οι Τόποι, οι Χώρες δεν είναι Επιχειρήσεις, είναι όνειρο, ζωή, γλυκιά καθημερινότητα. Αν σου κάνουν Επιχείρηση τον Τόπο Σου τότε ξεπουλιέσαι, εκπορνεύεσαι, παύεις να αγαπάς, γίνεσαι εργαλείο, πάγιο που φθίνει, φθηνός καταναλωτής του Ανούσιου, είσαι μία φθηνή ύπαρξη αναλώσιμη. Ο Τόπος θα σε οδηγήσει στην Αυτονομία γιατί όταν φτιάχνεις τον Τόπο σου αναζητάς την Σχέση, την Ειλικρίνεια, τον Άλλον έτσι όπως είναι προκειμένου να αναπτυχθείς αμοιβαία, αλληλέγγυα και ισότιμα. 


  Η Έλλη Ελληνιάδου  σήμερα κατάλαβε την πραγματική απάντηση. Ο Άρης είναι αντιήρωας για εκείνους, δεν είναι εκμεταλεύσιμος, δεν είναι μηχανή, είναι άνθρωπος. Στα επικοινωνιακά τους μπουντρούμια, εκεί που δημιουργείται η φθηνή τους προπαγάνδα, δεν υπάρχει χώρος για τον Άρη. Τον συκοφαντούν, του βάζουν εμπόδια, δεν τους συμφέρει η ύπαρξη του Άρη. Κανένας Άρης δεν μπορούσε να αναδειχτεί μέσα από την άθλια προπαγάνδα τους παρά μόνο να συκοφαντηθεί, να διαβληθεί και αν γινόταν επικίνδυνος να εξοντωθεί. Για αυτό η Έλλη Ελληνιάδου δεν συνάντησε τον Άρη Ελευθεριάδη. Τον Άρη πρέπει να τον ψάξεις, να τον αναδείξεις, να φλέγεσαι από την επιθυμία για τον βγάλεις μπροστά. Όταν τα όνειρά σου, δεν τα δημιουργείς, όταν τα όνειρά σου έχουν φτιαχτεί σε κάποιο λαμπερό καταγώγι που προωθεί τη φθήνια και την ηθική εξαχρείωση, την ουσιαστική μοναξιά, όταν οι βιομηχανίες ονείρων σε θέλουν μηχανή κατανάλωσης τότε ο κάθε Άρης Ελευθεριάδης θα παραμένει ανώνυμος στο πλήθος. Μόνο όταν διεκδικείς ενεργά την Αυτονομία σου, τότε μόνο μπορείς να διακρίνεις τον Άρη Ελευθεριάδη, να του δώσεις το χέρι για να πορευτείτε μαζί.

  Ο έρωτας, η συνάντηση των δύο κορμιών η πάλη να ανακαλύψει το ένα κορμί το άλλο εκείνο το βράδυ, μέσα από την αγάπη, το πάθος, τη δίψα για ζωή οδήγησε τις δύο υπάρξεις σε μία πραγματική προσωπική, σωματική και ψυχολογική ολοκλήρωση. Φιλιά αναγνώρισης, ανακάλυψης του άλλου, υγρά υπάρξεων, κινήσεις που ανιχνεύουν και γλυκαίνουν τον άλλον και μία ένωση που εξαφανίζει ατομικότητες για να δημιουργήσει τον Άνθρωπο, δηλαδή την Σχέση, εξαφάνισαν τα Εγώ εκείνο το βράδυ. Τα όνειρά τους ενώθηκαν στον δύσκολο οργασμό της Ύπαρξης στις κραυγές των Εγώ που καταρρέουν μπροστά στον Άνθρωπο δηλαδή στους Δύο. Έμειναν αγκαλιασμένοι ως το πρωί.


Η απροσδόκητη Επανάσταση. Η Αυτονομία είναι εδώ.

  Το επόμενο πρωί ο Άρης Ελευθεριάδης ανέβασε στη μηχανή του την Έλλη Ελληνιάδου και χύθηκαν στον ορίζοντα. Έτρεξαν με ασύλληπτη ταχύτητα στην έρημη λεωφόρο των Δυτικών Προαστίων. Ο δυνατός αέρας ήταν η εμπράγματη απόδειξη της ψυχικής απελευθέρωσης που ξεκίνησε το βράδυ που πέρασε.  Μέχρι που έστριψαν μέσα στη μεγάλη πλατεία και συναντήθηκαν με τα εξαθλιωμένα πλήθη. Στοιβαγμένα κορμιά μέσα την πλατεία των Δυτικών Προαστίων, υποσιτισμένοι πένητες, παιδιά, γέροι, νέοι, μεσήλικες ζούσαν μέσα σε σκισμένα αντίσκηνα μετά την εκδίωξή από τα σπίτια τους.  Ο Οργανισμός Αξιοποίησης της Ιδιωτικής και Δημόσιας Περιουσίας τους είχε κάνει έξωση και τώρα περίμενε ευγενείς εποίκους από τον Βορρά να τα εποικίσουν. Είναι αστείο να σκέφτεται κανείς ότι μία τέτοια μεγάλη μάζα ατόμων έγινε το αντικείμενο εκμετάλλευσης μίας χούφτας αλητήριων που τους έκλεβαν τα σπίτια ενώ ταυτόχρονα τους έπειθαν ότι αυτό γινόταν για το καλό τους.  Βρώμικοι, άθλιοι,  με σκυμμένο το κεφάλι περίμεναν το τέλος τους. Εκείνη την ημέρα μπορούσε να διακρίνει κανείς μία μεγάλη ανησυχία στα βλέμματα και τις κινήσεις τους. Οι Βόρειοι Έποικοι σύντομα θα έφθαναν στα πρώην σπίτια τους που τους πούλησε ο Οργανισμός. Μαθεύτηκε ότι η Επιχείρηση θα έστελνε τους μπράβους της μαζί με Διεθνή Βοήθεια για να τους διώξει από την Πλατεία προκειμένου να εξαφανισθεί η εικόνα της εξαθλίωσης των Αυτοχθόνων. Δεν κοιτούσαν πλέον ούτε τις τεράστιες οθόνες που είχε στήσει η Επιχείρηση προκειμένου να προπαγανδίζει τις "επιτυχίες" της. Η Έλλη Ελληνιάδου και ο Άρης Ελευθεριάδης ξεπέζεψαν από τη μηχανή και ενώθηκαν με το πλήθος. Συνειδητοποιούσαν ότι το Πλήθος των Δυτικών Προαστίων δεν είχε καμία σχέση με τους συμβιβασμένους Νότιους, που βυθίζονταν σταδιακά στη μιζιέρα γεμάτοι φόβο για το αύριο και τους ξεπουλημένους των Βόρειων Προαστίων που ξεπουλούσαν τον τόπο κομμάτι κομμάτι.  Εδώ βασίλευε η Απελπισία και η Απόγνωση. Τώρα υπήρχε και ο Φόβος. 

  Η Έλλη Ελληνιάδου και ο Άρης Ελευθεριάδης ενώθηκαν με το πλήθος, κάθισαν μαζί τους, αγκαλιάστηκαν με τη Μάζα, την Προσωποποίηση της Απελπισίας. Η ανησυχία της οριστικής εκδίωξης δημιουργούσε άγχος. Κατανοούσαν ότι πλέον έμπαιναν στο τελευταίο στάδιο του σχεδίου της κοινωνικής τους εξόντωσης και τελικά της φυσικής τους εξαφάνισης. Η ανησυχία τους κράτησε ξάγρυπνους όλο το βράδυ.  Εκείνο το βράδυ έγινε κάτι εκπληκτικό. Οι Απελπισμένοι ξέσκισαν τις σκηνές τους και αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί. Από φόβο; Από απελπισία; Από απόγνωση; Από φυσική εξάντληση; Ίσως όλα αυτά οδήγησαν στο πρωτοφανές αυτό φυσικό αγκάλιασμα. Η μάζα έγινε Σχέση, η απελπισία Ανθρωπιά.

  Ξημέρωσε. Τα είχαν χάσει όλα. Τι τους απέμενε; Γιατί περίμεναν το Ιππικό των ξεπουλημένων έτσι άπραγοι και καθισμένοι στη γη; Τα κεφάλια σηκώθηκαν ψηλά.  Τα μπράτσα έσφιξαν τα μπράτσα του διπλανού. Η Μάζα γινόταν Πλήθος και το Πλήθος γινόταν Αγκάλιασμα και το Αγκάλιασμα Οντότητα. Σαν υπνωτισμένοι σηκώθηκαν ξεκινώντας μία πορεία αντίδρασης. Αυτές οι εκατοντάδες ξέπνοες ψυχές έγιναν ένα αποφασιστικό σώμα που βάδιζε. Προς τα που; Ο Άρης Ελευθεριάδης και η Έλλη Ελληνιάδου βρέθηκαν στην κορυφή αυτής της πορείας, στην καθοδήγηση του Αγκαλιάσματος. Περπάτησαν χιλιόμετρα. Οι Ομάδες της Τάξης και της Καταστολής δεν τόλμησαν να τους ακουμπήσουν όταν βρέθηκαν στο διάβα τους. Ένιωσαν τη βουβή δύναμη του Αγκαλιάσματος.  Και να που πρόβαλε μπροστά τους η Έδρα. Το Κτίριο που κάποτε ονόμαζαν Κοινοβούλιο και τώρα ήταν η Έδρα της Επιχείρησης. Ένας τεράστιος, αδιάβατος και αδιάσπαστος ανθρώπινος κλοιός σχηματίστηκε γύρω από την Έδρα που ολοένα και περισσότερο έσφιγγε.  Η απελπισία πλέον είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό της Έδρας. Δόθηκε από εκεί η διαταγή για πυρ. Τα πρώτα κορμιά του Αγκαλιάσματος πέφταν ξέψυχα στο έδαφος. Ο θόρυβος του πολυβόλου δυνάμωσε το Αγκάλιασμα. Η Σχέση σήκωσε τους νεκρούς της και προχώρησε. Οι άνθρωποι της Έδρας πλέον ήξεραν ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Η προδοσία τελείωνε. Εγκατέλειψαν το κτίριο από υπόγειες σήραγγες και υπονόμους όπως κάνουν οι πραγματικοί κλέφτες και απατεώνες. Η Έδρα έπεσε στα χέρια του Πλήθους, της Κοινωνικής Δύναμης, του Αγκαλιάσματος. Η Επιχείρηση ξανάγινε Τόπος, η Έδρα έγινε Κοινοβούλιο. Η απελπισία έγινε δύναμη, η δύναμη δράση και η δράση Απελευθέρωση.  Δεν γνώριζαν για το αύριο. Γνώρισαν όμως τη δύναμή τους και το θαύμα του Αγκαλιάσματος. Οι Πάτρωνες δεν θα εγκατέλειπαν έτσι εύκολα την αποικία τους. Θα αντιδρούσαν. Το Αγκάλιασμα όμως ήταν ισχυρό, γεύτηκε την Ελευθερία, γεύτηκε τη Μάχη της Δικαίωσης. Δεν θα ήταν εύκολος αντίπαλος πλέον. Δεν ήταν πρόβατα. Η Έλλη Ελληνιάδου έχει ξανά μία χώρα και ο Άρης Ελευθεριάδης την Ελευθερία που του στέρησαν. 

Ισχυροί τρέμετε όταν η Μάζα γίνεται  Αγκάλιασμα. Δύσκολα θα το  νικήσετε.